Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αρχικά περίμενε κανείς πως ο Τζο Μπάιντεν θα έκανε ζημιά στον κόσμο των «Make America Great Αgain». Θεωρητικά, ο αμερικανός πρόεδρος, ένας λευκός άνδρας με ρίζες στην εργατική τάξη και μετριοπαθείς πολιτικές θέσεις, ήταν ένας πιο δύσκολος στόχος για την ολοένα και πιο ακραία βάση στήριξης του Ντόναλντ Τραμπ σε σύγκριση με άλλους γνωστούς Δημοκρατικούς. Επειτα όμως από τον πρώτο του χρόνο στην εξουσία φαίνεται ότι τελικά ο Μπάιντεν δεν είναι υπερβολικά βαρετός για να γίνει ένας μπαμπούλας της Δεξιάς.
«Είναι ο καλύτερος πωλητής μας» λέει ο Ρόναλντ Σόλομον, ένας έμπορος που πουλάει αντί 21,99 δολαρίων μπλουζάκια που απεικονίζουν τον αμερικανό πρόεδρο με μουστάκι σε στυλ Αδόλφου Χίτλερ και το σύνθημα «Οχι ο δικός μου δικτάτορας». «Οι πωλήσεις για ρούχα και αξεσουάρ υπέρ του Τραμπ και κατά του Μπάιντεν είναι περισσότερες από ποτέ, αν εξαιρέσεις τους τρεις μήνες πριν από τις εκλογές του 2020».
Η δαιμονοποίηση του Μπάιντεν ως Χίτλερ, Στάλιν ή ρατσιστή κατά των λευκών δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την πραγματικότητα. Πολλοί Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι ωστόσο την αποδέχονται ως τέτοια, αποτέλεσμα των ανελέητων επιθέσεων των συντηρητικών μίντια, των λαθών του ίδιου του προέδρου και της ευρείας απελπισίας εν μέσω μιας πανδημίας που μοιάζει να μην έχει τελειωμό.
Αρχικά, ο Μπάιντεν εξίταρε λιγότερο τα πάθη από τον Μπαράκ Ομπάμα, τον πρώτο μαύρο πρόεδρο που υπέμεινε ατελείωτες θεωρίες συνωμοσίας για τον τόπο γέννησής του καθώς και την άνοδο του λαϊκιστικού Tea Party. Ο Μπάιντεν ουδέποτε χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τη μισογυνία που υπέστη η Χίλαρι Κλίντον.
Ηταν και η πολιτική του μη-εμπρηστική. Οταν συγκεντρώθηκαν υποστηρικτές του Τραμπ στο ετήσιο Συνέδριο Πολιτικής Δράσης των Ρεπουμπλικανών (CPAC), τα μεγαλύτερα πρόσωπα μίσους ήταν ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, ένας Δημοκρατικός σοσιαλιστής από το Βερμόντ, και η βουλευτής Αλεξάντρα Οκάσιο-Κορτές, μια φιλελεύθερη Λατίνα από τη Νέα Υόρκη.
Από όταν εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, όμως, ο Μπάιντεν έχει δώσει στον Σάντερς ισχυρή φωνή όσον αφορά τη διαμόρφωση της πολιτικής του ατζέντας. Η απροσδόκητη κλίμακα της φιλοδοξίας του προέδρου να δαπανηθούν τρισεκατομμύρια δολάρια για την ανακούφιση από τον κορωνοϊό, το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας και την κλιματική κρίση έχει τροφοδοτήσει τη ρεπουμπλικανική ρητορική ότι είναι μια μαριονέτα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Και παρότι η ταυτότητα του Μπάιντεν ως λευκού άνδρα έχει εξουδετερώσει άλλους «-ισμούς», δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ηλικιακό ρατσισμό. Στα 79 του, είναι ο μεγαλύτερος αμερικανός πρόεδρος στην ιστορία και κάθε γλωσσικό ολίσθημά του αξιοποιείται ως λόγος να αμφιβάλλει κανείς για τη διανοητική του ικανότητα.
Μια άλλη δημοφιλής γωνία επίθεσης είναι η σύγκριση του Μπάιντεν με τον Τζίμι Κάρτερ, η προεδρία του οποίου τη δεκαετία του 1970 ναυάγησε έπειτα από μόλις μία θητεία. «Ο Τζο Μπάιντεν είναι ο Τζίμι Κάρτερ 2.0» διαβεβαίωνε ένα δελτίο Τύπου από την Εθνική Επιτροπή των Ρεπουμπλικανών. «Επί των ημερών του, η Αμερική παλεύει με μια κρίση φυσικού αερίου, πληθωρισμό ρεκόρ, αδύναμη ηγεσία στο εξωτερικό και αμερικανούς παγιδευμένους πίσω από τις γραμμές του εχθρού, όλα χαρακτηριστικά της περιόδου Κάρτερ».
Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερο σύμβολο της αντι-Μπάιντεν διάθεσης από το «Let's go Brandon», μια φράση που έχει την αφετηρία της σε έναν αγώνα Nascar στην Αλαμπάμα τον Οκτώβριο. Ο Μπράντον Μπράουν, ένας 28χρονος οδηγός, είχε κερδίσει την πρώτη του Xfinity Series και έδινε συνέντευξη σε μια ρεπόρτερ του NBC Sports. Ο κόσμος πίσω του φώναζε κάτι αρχικά δυσνόητο. Η ρεπόρτερ θεώρησε ότι έλεγαν «Πάμε, Μπράντον!» προκειμένου να στηρίξουν τον οδηγό. Σταδιακά όμως έγινε σαφές ότι φώναζαν «Fuck Joe Biden!». Και κάπως έτσι το «Let's go Brandon» έγινε viral, μια κωδικοποιημένη ύβρη προς τον αμερικανό πρόεδρο.
Αναλυτές σημειώνουν πως το τσίγκλισμα, η πρόκληση και η εξαγρίωση των αντιπάλων τους έχουν γίνει καθοριστική αρχή ενός Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που στερείται δικής του συνεκτικής ιδεολογίας. Ο Μιτς Μακόνελ, ο ηγέτης των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία, είπε σε δωρητές τον περασμένο μήνα ότι δεν θα προωθούσε κάποιο νομοθετικό πρόγραμμα για τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου γιατί του αρκεί απλώς να σφυροκοπάει τους Δημοκρατικούς.
Ομως με το ποσοστό δημοτικότητας του Μπάιντεν να ξεπερνάει ελάχιστα το 40% και το νομοθετικό του πακέτο «Build Back Better» κολλημένο στο Κογκρέσο, η ρεπουμπλικανική συνταγή μπορεί και να έχει αποτέλεσμα. «Εχουν κάνει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τη δαιμονοποίησή του» λέει χαρακτηριστικά ο δημοσκόπος και συγγραφέας Τζον Ζόγκμπι. «Στην αρχή, φυσικά, ήταν δύσκολο. Ηταν ένας πιο δύσκολος στόχος, ήταν ο θείος Τζο, είχε υψηλό ποσοστό δημοφιλίας και βρίσκεται στο παιχνίδι εδώ και πολύ καιρό. Στο δεύτερο μισό της πρώτης χρονιάς του, ωστόσο, αυτά τα σχεδόν μάντρα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος απέκτησαν δική τους ζωή: είναι υπερβολικά μεγάλος, είναι σοσιαλιστής, κι έπειτα είναι όλη αυτή η ιστορία με το "Let's go Brandon". Συν το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να μπλοκάρουν τις μεγαλύτερες πρωτοβουλίες του, άρα δεν είναι απλώς σοσιαλιστής, είναι ένας σοσιαλιστής που δεν μπορεί να πετύχει, αυτό είναι το μήνυμα».