Πώς συνομιλείς με έναν άνθρωπο που έχει προσαρτήσει ένα μέρος μιας άλλης χώρας, κατέχει στρατιωτικά ένα άλλο μέρος της και έχει παρατάξει 100.000 στρατιώτες στα σύνορά της απειλώντας ότι θα εισβάλει; Πώς διαπραγματεύεσαι με έναν ηγέτη που απαιτεί να πάψεις να προστατεύεις τους συμμάχους σου με τακτικά πυρηνικά όπλα και πυραύλους; Πώς μιλάς με τον Βλαντίμιρ Πούτιν;

Αυτά τα ερωτήματα θέτει στο τελευταίο τεύχος το περιοδικό Economist, με αφορμή τις αμερικανορωσικές συνομιλίες που ξεκινούν μεθαύριο στη Γενεύη. Και παραπέμπουν στην πραγματικότητα στο αιώνιο δίλημμα που έχει μια φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία απέναντι σε ένα αυταρχικό ή δικτατορικό καθεστώς: πού βρίσκεται η σωστή ισορροπία ανάμεσα στο καρότο και το μαστίγιο; Πόσες παραχωρήσεις μπορείς να κάνεις σε κάποιον που δεν πιστεύει στην ελευθερία χωρίς να κατηγορηθείς ότι εγκαταλείπεις τις αρχές σου;

Ο στόχος του ρώσου προέδρου είναι σαφής: να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής του. Και το επιχείρημά του είναι ότι οι δυτικές αξίες δεν έχουν θέση στα πρώην σοβιετικά εδάφη. Η εναλλακτική λύση στο σημερινό μονοκομματικό καθεστώς του Καζακστάν, για παράδειγμα, δεν είναι η δημοκρατία, αλλά ο ισλαμιστικός σκοταδισμός. Ακόμη κι αν είναι έτσι, η Δύση δεν μπορεί να παραιτηθεί των δικών της δεσμεύσεων στον τομέα της ασφάλειας. Μπορεί να προσφέρει εγγυήσεις, δεν μπορεί όμως να προδώσει τους συμμάχους της.

Αντιθέτως, μπορεί να εκμεταλλευθεί την ολοένα και μεγαλύτερη αμφισβήτηση του Πούτιν και του μοντέλου του για να εδραιώσει τις δικές της αρχές και να ενισχύσει τη δική της ασφάλεια. Οι μάσκες έχουν πέσει, οι οπαδοί της σύσφιγξης των σχέσεων με το Κρεμλίνο έχουν ξεμείνει από επιχειρήματα. Αν ο ρώσος πρόεδρος είναι αποφασισμένος να κάνει πόλεμο με την Ουκρανία, θα τον κάνει. Η Δύση όμως, και το ΝΑΤΟ, θα πρέπει να του διαμηνύσουν με όλους τους τρόπους ότι το τίμημα που θα πληρώσει θα είναι βαρύ.