Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Αυτήν την Κυριακή, αποχαιρετάει τον ρόλο του Βασίλη Γιαννούλη. Του αυστηρού αστυνομικού διευθυντή του Τμήματος Καλοχωρίου Κρήτης, αλλά και του τρυφερού με τον δικό του τρόπο πατέρα τριών παιδιών. Ως εκπρόσωπος του νόμου στη νεανική, μεταφυσική σειρά μυστηρίου «Κομάντα και Δράκοι» που έγραψε ο Θοδωρής Παπαδουλάκης για το Mega προσπαθεί να επιβάλει την τάξη σ' ένα χωριό όπου μια σκοτεινή δύναμη το ταλαιπωρεί. Ωστόσο, ως άτομο ο Βασίλης Μπισμπίκης επιλέγει να έχει μετρημένη αταξία, καθοδηγούμενος από το ανήσυχο πνεύμα του και την ελευθεριότητα που του προσφέρει η τέχνη του.
Τα άκρα με τα οποία συνήθιζε να παίζει, κυρίως ως νέος, θα ζωντανέψει τώρα από την 1η Ιανουαρίου στη σκηνή του τεχνοχώρου Cartel. Εκεί ανεβάζει τα «Κόκκινα φανάρια», μια παράσταση βασισμένη στο έργο του Αλέκου Γαλανού που κάνει ορατό τον κόσμο του περιθωρίου, ο οποίος για τους περισσότερους είναι αόρατος. Σε αυτόν αφιερώνει, άλλωστε, ο Βασίλης Μπισμπίκης το νέο του καλλιτεχνικό εγχείρημα, αφού στις στιγμές της αδυναμίας του ήταν εκείνος που τον στήριξε.
Οταν έκανε τα πρώτα του βήματα στην υποκριτική ακόμα, σπουδαστής στη δραματική σχολή της Μαίρη Βογιατζή - Τράγκα, ένα παιδί από το Λουτράκι που είχε παρατήσει το Λύκειο κι αναζητούσε τη θέση του στον κόσμο της Αθήνας, η Ομόνοια είχε γίνει το κέντρο αναφοράς του. Από το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου ζούσε δραπέτευε για να βρει καταφύγιο δίπλα στις πόρνες και τους τρανς που του άνοιγαν τις πόρτες των οίκων ανοχής για να τον περιθάλψουν. Σε αυτά τα πρόσωπα θα αποδώσει τώρα φόρο τιμής στα «Κόκκινα φανάρια», ξαναπιάνοντας παράλληλα και το κομμάτι της ζωής του, το πιο σκοτεινό. Με τις καταχρήσεις, τους μπελάδες και το χουλιγκανιλίκι ως οργανωμένος οπαδός του Παναθηναϊκού.
Αυτές οι πρώτες ύλες έφτιαξαν εν πολλοίς και τον καλλιτέχνη Βασίλη Μπισμπίκη. Τον λάτρη του ρεαλιστικού θεάτρου που υιοθετεί μια καλλιτεχνική γλώσσα που συνομιλεί με το σοκ επί σκηνής. Αλλά και τον φορέα ενός λαϊκού πολιτικού θεάτρου, όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, που αγκαλιάζει την γραμμική αφήγηση κι αφήνει στην άκρη τα μεταμοντέρνα φτιασίδια. Αυτό επέλεξε να τοποθετήσει στην καρδιά του τεχνοχώρου Cartel, του θεάτρου που έστησε την περασμένη δεκαετία παρέα με τους Παναγιώτη Σούλη και Φαίη Τζήμα στον Βοτανικό, ανάμεσα σε αποθήκες και εργοστάσια για να παρουσιάζει κοινωνικοπολιτικές παραστάσεις ως αντίδοτο στην συγκεχυμένη πραγματικότητα της Ελλάδας της κρίσης.
Για να καταφέρει να κεντρίσει την προσοχή του θεατρόφιλου κοινού και να βάλει τον χειροποίητο θεατρικό του χώρο, στον καλλιτεχνικό χάρτη της πρωτεύουσας έπρεπε να περάσουν επτά χρόνια. Και πολλές παραστάσεις όπως το «Πλατόνοφ» του Αντον Τσέχοφ ή το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπέκετ που έγιναν έναυσμα σκέψης στους λιγοστούς εκείνους θεατές που περνούσαν την πόρτα του κτιρίου της οδού Αγίας Αννης, φτιαγμένου από υλικά ανακύκλωσης. Ολα αυτά έως το 2017 όπου η παραγωγή «Αρης», βασισμένη στην αχαρτογράφητη προσωπικότητα του Αρη Βελουχιώτη σε σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη, έγινε talk of the town κι άρχισε να φέρνει λεφτά στο ταμείο. Από εκείνο το σημείο, η εκτόξευση της δημοτικότητας της ομάδας έμοιαζε να είναι η μόνη ενδεδειγμένη πορεία. Κι έτσι έγινε, με την παράσταση «Ανθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Τόση, που να διανύει πλέον την τρίτη της σεζόν, στη νέα στέγη του Cartel, σ' ένα παλιό μηχανουργείο στην περιοχή του Ρέντη που παραχώρησε στον Βασίλη Μπισμπίκη η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, από το περασμένο καλοκαίρι.
Βγάζοντας το Cartel από την εξίσωση της καριέρας του Βασίλη Μπισμπίκη, απομένουν πολλές ακόμα καλλιτεχνικές περιπέτειες. Οπως το «Cabaret» του Σωτήρη Χατζάκη στο Παλλάς, ο «Θείος Βάνιας» του Δημοσθένη Παπαδόπουλου στο θέατρο Ανεσις ή ο «Πατέρας» που σκηνοθέτησε ο ίδιος στο θέατρο Αποθήκη. Στον κινηματογράφο, ξεχωρίζει η συμμετοχή του στην ταινία «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» του φίλου του πλέον Γιάννη Οικονομίδη, που του χάρισε υποψηφιότητα για βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Αλλά και στο «Digger» του Τζώρτζη Γρηγοράκη, την επίσημη πρόταση της χώρας μας για τα φετινά Βραβεία Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η τηλεόραση, αν και δεν ήταν ποτέ προτεραιότητά του, του χάρισε σημαντική αναγνωσιμότητα χάρη στους ρόλους που έπαιξε σε σειρές όπως «Τα μυστικά της Εδέμ» (Mega), «Είναι στιγμές» (ΑΝΤ1), «Η λέξη που δεν λες» (Alpha) και βέβαια οι περσινές «Αγριες μέλισσες» (ΑΝΤ1) ως Μάνος Βόσκαρης που έβαλε φωτιά στα social media. Η έκθεσή του στον φακό έφερε ως παρενέργεια και το ενδιαφέρον για την προσωπική του ζωή. Για τον γάμο του δηλαδή με την Κωνσταντίνα Μπεκιάρη που έληξε αλλά του χάρισε έναν οκτάχρονο γιο και πλέον τη σχέση του με τη Δέσποινα Βανδή που εξιτάριζε τους παπαράτσι μέχρι να επισημοποιηθεί μπροστά στα φλας τους.
Εκείνο το παιδί από το Λουτράκι που έκανε παραστάσεις Καραγκιόζη και τσίρκου στη γειτονιά του, με εισιτήριο πάντα, σήμερα έχει εξελιχθεί σ' έναν από τους πιο επιδραστικούς δημιουργούς της γενιάς του. Αυτή η θεατρική σπίθα που άναψε μέσα του όταν μπήκε σ' έναν ερασιτεχνικό καλλιτεχνικό σύλλογο και κερδίζοντας βραβείο αρχαίου δράματος με την «Ελένη» του Ευριπίδη έπαιξε τιμητικά στην Επίδαυρο, σε μια βραδιά αφιερωμένη στον Ροντήρη, πλέον έχει γίνει πυρκαγιά και τον καίει ασταμάτητα. Μάλλον έτσι επιβεβαιώνει τον τότε διευθυντή της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου Τάσο Ρούσσο, που του είχε προδιαγράψει την πορεία πάνω στο σανίδι. Κι ας δούλευε τότε ως κρουπιέρης στο καζίνο, δοκιμάζοντας αργότερα τις αντοχές του σε άλλες δουλειές του ποδαριού ως σιδεράς, κρεοπώλης, σοβατζής, μπάρμαν, υδραυλικός και πορτιέρης.