Ο πολλαπλασιασμός των εμβολιασμών το επόμενο διάστημα, με την προσθήκη και άλλων εμβολίων στο φαρμακευτικό μας οπλοστάσιο, επιτρέπει την ελπίδα ότι το Πάσχα θα μπορέσουμε να κινηθούμε με περισσότερη ελευθερία. Και ότι το καλοκαίρι θα υποδεχθούμε έναν επαρκή αριθμό τουριστών, ώστε η οικονομία να λάβει μια πολύτιμη ώθηση και η χώρα να αρχίσει σιγά σιγά να επιστρέφει στην κανονικότητα.

Ομως ο κορωνοϊός δεν θα μας αφήσει τόσο εύκολα. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι ήρθε για να μείνει. Δεν θα είναι φυσικά στο μέλλον όσο φονικός είναι σήμερα. Ούτε θα επιβάλλει κάθε τόσο καραντίνες. Είναι όμως πιθανό ότι θα συνεχίσει να είναι αναγκαίος ο περιοδικός εμβολιασμός ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού κατά της Covid-19, όπως γίνεται σήμερα με τη γρίπη.

Για τον σκοπό αυτό, αρκετές χώρες αρχίζουν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να παράγουν κάποια εμβόλια στο έδαφός τους, όχι τόσο για να αποκτήσουν αυτονομία, όσο για να υπάρχει καλύτερος συντονισμός, περισσότερη ευελιξία και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε ένα πεδίο που σήμερα προκαλεί εντάσεις και συγκρούσεις, όπως έδειξε και η Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας. Στο πνεύμα αυτό, έχoυν ξεκινήσει επαφές με ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες και με αντίστοιχες του εξωτερικού, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν προοπτικές συνεργασίας για την παραγωγή ορισμένων από τα υπάρχοντα εμβόλια στη χώρα μας.

Δεν είναι εύκολο. Δεν είναι γρήγορο. Και δεν είναι καθόλου φτηνό. Οι αβεβαιότητες για την εξέλιξη της πανδημίας παραμένουν μεγάλες. Και η βιωσιμότητα μιας τέτοιας επένδυσης δεν είναι δεδομένη. Ομως κάθε χώρα που θέλει να συμμετέχει ενεργά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι δεν πρέπει να κοιτάζει μόνο τις άμεσες ανάγκες της, αλλά να σκέπτεται και το μέλλον, να κάνει μακροπρόθεσμους και στρατηγικούς σχεδιασμούς. Η δημόσια υγεία είχε κάπως υποτιμηθεί και υποχρηματοδοτηθεί μέχρι σήμερα, καθώς την είχαν εκτοπίσει άλλοι τομείς όπως η οικονομία και η ασφάλεια. Ηλθε η ώρα να λάβει τη σημασία και την προτεραιότητα που της αξίζει.