Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ακίνητες μπροστά στο ράφι του σουπερμάρκετ, εκεί δίπλα στα απορρυπαντικά, η άγνωστη γυναίκα κι εγώ κοιτάμε με απόγνωση τις συσκευασίες με τις βαφές μαλλιών. Απλώνει το χέρι της διστακτικά, πιάνει ένα πακέτο, διαβάζει, το ξαναβάζει τρομαγμένη πίσω στη θέση του. Παίρνω ανάσα και με τη σειρά μου πιάνω ένα: «Λαμπερή μόκα» γράφει επάνω, και προσπαθώ να φανταστώ το κεφάλι μου με αυτήν την απόχρωση. Κοιταζόμαστε με την άγνωστη, ανταλλάσσουμε ένα ακόμα αχνό χαμόγελο, αυτό που μοιράζονται οι άνθρωποι στις έκτακτες εκείνες περιόδους της ζωής τους όπου αναγκάζονται να κάνουν πράγματα πρωτόγνωρα, τολμηρά (έως και ριψοκίνδυνα), και αποφασιστικά το ρίχνω στο καλάθι μου και βαδίζω προς το ταμείο. Ε ναι λοιπόν, λαμπερή μόκα.
Είναι ενδιαφέρον (γιατί είναι και απατηλό) το παιχνίδι του να αναρωτιόμαστε τι θα θυμόμαστε αργότερα πιο έντονα από μια περίοδο. Το έτος 2020, που τώρα μας εγκαταλείπει, ήταν και ενδιαφέρον και απατηλό - και ίσως είναι νωρίς να αναρωτηθούμε τι, από όλα όσα μας φίλεψε, θα μείνει πιο ανεξίτηλο στη μνήμη μας: γιατί ήταν όλα πρωτόγνωρα και θολά, και μέσα τους μπερδεύτηκαν αγωνίες και εφησυχασμοί, φρίκη και ευγνωμοσύνη, δέος και παρηγορία. Στον καθρέφτη του είδαμε τα είδωλά μας για πρώτη ίσως φορά τόσο απομονωμένα, τόσο σκληρά κι ανελέητα αποκομμένα από οποιοδήποτε άλλο ντεκόρ. Ηταν η χρονιά που για πρώτη ίσως φορά είπαμε με τόση ειλικρίνεια στον εαυτό μας «και τώρα οι δυο μας». Και δεν ήταν ούτε χαρμόσυνη ούτε εύκολη η διαπίστωση.
Ηταν μια πρωτόγνωρη άνοιξη: για πρώτη φορά άκουσα τα πουλιά της Αθήνας να κελαηδούν έτσι. Από το μπαλκόνι μου ή περπατώντας σε έρημους δρόμους, τα κελαηδίσματα έμοιαζαν όπως μια κασέτα που μπήκε κατά λάθος σε κάποιου άλλου είδους ταινία. Κάτω από τα πόδια μου σκληρή η άσφαλτος, αλλά κανένα αυτοκίνητο. Πάνω από το κεφάλι μου σειρά οι πολυκατοικίες, αλλά κανένα ίχνος ζωής. Και παντού το μουσικό σεντόνι των πουλιών που τραγουδούσαν μιαν απελευθέρωση (εκδίκηση;) της φύσης. Θα θυμάμαι, μήπως, τα κελαηδίσματα;
Ηταν ένα Πάσχα που δεν ήταν γιορτή αλλά είχε κάτι από αληθινή κατάνυξη. Είχε τα τρεμάμενα φώτα των κεριών στα απέναντι μπαλκόνια και τις άγνωστες φωνές που μέσα στο σκοτάδι φώναζαν «Χριστός Ανέστη» και σαν σαΐτες καρφώνονταν κατευθείαν στον κόμπο μοναξιάς, φόβου κι αποξένωσης μέσα μου. Θα είναι ίσως αυτό που θα θυμάμαι πιο πολύ;
Ηταν ένα καλοκαίρι που κοιτούσα τους ανθρώπους στα μπαλκόνια τους με την ίδια λαχτάρα που κάποτε κοιτούσα τα ηλιοβασιλέματα της Οίας. Εκείνη τη νεαρή κοπέλα, παραμονές Δεκαπενταύγουστου, ακουμπισμένη στο περβάζι του παραθύρου της με το πιγούνι της στα διπλωμένα της μπράτσα, που χάζευε τα περιστέρια να φτερουγίζουν στον ζεστό έρημο δρόμο, εκείνο το σούρουπο (την ώρα που στα νησιά τα μπαράκια δίπλα στη θάλασσα βάζουν μουντ μουσική κι αρχίζουν τα μοχίτο), εκείνη η νέα κοπέλα που θα ήθελε, σίγουρα, να βρίσκεται σε ένα τέτοιο παραθαλάσσιο μπαράκι, μήπως εκείνην θα θυμάμαι πιο πολύ;
Ηταν ένα φθινόπωρο αισιοδοξίας για την απόφαση ενός ελληνικού δικαστηρίου που καταδίκασε ξεκάθαρα τα πολιτικά καρκινώματα που μας μόλυναν τόσα χρόνια, και βαθιάς, αληθινής θλίψης για τον θάνατο μιας γυναίκας που ποτέ δεν γνώρισα αλλά θαύμαζα σαν να με προστάτευε προσωπικά. Exit Χρυσή Αυγή και Ruth Bader Ginsburg: η δικαιοσύνη της κοινωνίας των ανθρώπων νίκησε αλλά και αποχαιρέτησε εκείνην που τόσο την υπηρέτησε. Ηταν ένας Δεκέμβριος που, σε μια τελείως έρημη και σιωπηλή Ερμού, είδα δυο κορίτσια να στολίζουν μια βιτρίνα καταστήματος που κανένας δεν ήξερε πότε και αν θα ανοίξει. Τη στόλιζαν δηλαδή με το ανίκητο σούπερ όπλο της ανθρωπότητας, με το πείσμα μιας γιορτής που κάπως, κάποτε θα γίνει. Μήπως αυτό θα θυμάμαι περισσότερο;
Ηταν η χρονιά που γιόρτασα τα γενέθλιά μου πίνοντας στην υγειά μου απέναντι από την οθόνη του υπολογιστή μου· που τραγούδησα «Χριστός Ανέστη» σε μπαράκι δίπλα σε εκκλησία όπου έκαναν μεταχρονολογημένη Ανάσταση· που για δυο εβδομάδες απαριθμούσα με αγωνία, τρώγοντας τα νύχια μου, μια-μια όλες τις πολιτείες της Αμερικής με τους εκλέκτορές τους και τους πιθανούς εκλογικούς τους αιφνιδιασμούς· που μετρούσα τα παπαγαλάκια στα σύρματα της ΔΕΗ, τους φοίνικες στον Εθνικό Κήπο και τους (συντριπτικά λιγότερους) ανθρώπους στα παγκάκια. Που συμπόνεσα τους παράνομους εραστές και υποκλίθηκα με δέος στα μακροχρόνια ζευγάρια· που δεν έγινα αλκοολική, αν και έκανα ό,τι μπορούσα για να γίνω· που στους εφιάλτες μου δεν έβλεπα, ως είθισται, ότι βγήκα στον δρόμο γυμνή, αλλά ότι βγήκα χωρίς μάσκα· που αντάλλασσα με όσους διασταυρωνόμουν στον δρόμο πρωτόγνωρα διαπεραστικές μασκοφόρες ματιές - ήταν επειδή τώρα αναζητούσαμε πιο λαίμαργα από ποτέ τις ταυτότητές μας μέσα από τα βλέμματα των άλλων, ή επειδή η φόρμα-πιτζάμα δεν ξεγελούσε κανέναν;
Ηταν η χρονιά που απέφυγα όσο ποτέ άλλοτε εκείνους που τόσο αγαπούσα. Που αισθάνθηκα όσο ποτέ άλλοτε τόσο μόνη αλλά και τόσο μέρος ενός συνόλου. Που έκλαψα μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας ενέσεις σε γκρο-πλαν, όχι επειδή δεν μου αρέσουν οι βελόνες αλλά από ανακούφιση, θαυμασμό, ανυπομονησία για το πολυπόθητο εμβόλιο. Και κυρίως, από ευγνωμοσύνη.
Και ναι αναγνώστη μου, ήταν η χρονιά που έβαψα μόνη μου τα μαλλιά μου. Εγιναν μαύρα κατράμι, μετά πορτοκαλί, μετά ξανθά· έγιναν πολύχρωμα, κάτι άλλο, κάτι καινούργιο, κάτι περίεργο. Μ' αρέσει να πιστεύω ότι κάπως έτσι θα είναι και η νέα χρονιά που ανατέλλει, αδιευκρίνιστη, πολλά υποσχόμενη, χρονιά για τολμηρούς: κάτι σαν λαμπερή μόκα.