Η τυχαία συνάντηση σ' ένα ξενοδοχείο της Κρακοβίας του έλληνα καθηγητή λογοτεχνίας Σπύρου που πενθεί για τον πρόσφατο χαμό της γυναίκας του Βέρας και της ιταλίδας ηθοποιού Μαριάννας γίνεται αφορμή για να ξετυλιχτεί ένα μπλεγμένο κουβάρι από ανείπωτες στον χρόνο ιστορίες και κακοφορμισμένα πάθη. Πρόκειται για μια ιστορία εκδίκησης που ξεκινά in media res, όπου ο χρόνος είναι το νήμα μύριων, ατελών ιστοριών, που συγχωνεύονται, διακλαδώνονται, αναδιπλώνονται, ξεπηδούν σαν τα παρακλάδια ενός αρχαίου ποταμού, που δεν έχει αρχή ούτε τέλος, παρά μόνο απρόσκοπτες ροές, καθρέφτες και αντικαθρεφτίσματα της ανθρώπινης ψυχής, κρυστάλλινα κάτοπτρα τα οποία ξεσκεπάζουν τις πολλαπλότητες του «θεριού» που ξεπροβάλλει στις εξάρσεις της υπόστασης, στα ένστικτα που αβίαστα μας θωρακίζουν και μας σφραγίζουν εξασφαλίζοντας την επιβίωσή μας, στις αρχέγονες ορμές που μας υποτάσσουν και μας εξαγριώνουν προσδίδοντάς μας ζωόμορφα χαρακτηριστικά, προσωπεία που αναδεικνύουν τη γενεσιουργό δύναμη του σκότους, αφού μοιραία το σκοτάδι θα γεννήσει και φως.
Είναι αυτή η διττή φύση του ανθρώπου που κυριαρχεί στους «Θηριόμορφους» της Ελενας Μαρούτσου, του θηρευτή και του θηράματος που αλληλοσπαράσσονται σε ένα φθαρτό σώμα, σε μια αδιάκοπη μάχη εκδίκησης και συγχώρεσης, βίας και τρυφερότητας, θηλυκού και αρσενικού, του έρωτα που θεραπεύει και συνάμα εξαγριώνει, της ενοχλητικής μύγας που παραπέμπει σ' ό,τι νοσεί και νοσηρά «υπομένει» και του δημιουργικού οίστρου που εμφανίζεται με τη μορφή αλογόμυγας και «απαιτεί» να της δοθεί η δέουσα σημασία, όπου το ά-λεκτο και το ά-λογο ενσωματώνονται μέσα από τη ρέουσα, πολυσήμαντη, ποιητική γλώσσα και μυθοπλαστική δεινότητα της συγγραφέα και απαθανατίζονται και υπερτονίζονται μέσα από τις ανοίκειες, σκοτεινά ρομαντικές, φωτογραφικές συνθέσεις της νεαρής, Πολωνής, ταλαντούχας φωτογράφου, Laura Makabresku.
Τα φωτογραφικά καρέ της Makabresku συνομιλούν με το κείμενο της Μαρούτσου παραπέμποντας σε μια σουρεαλιστική θέαση του κόσμου, τα ακριβή σε κάθε τους λεπτομέρεια, επιμελώς, καμωμένα κάδρα αποπνέουν μια ονειρική, παραμυθένια διάσταση, συγγενική του μαγικού ρεαλισμού, όπου το μεταφυσικό στοιχείο αποτελεί εγγενές συστατικό ισορροπίας ενός εύθραυστου κόσμου που είναι από τη ρίζα του επιρρεπής κι ευάλωτος στη φθορά και το κακό. Η διάχυτη αίσθηση του εφήμερου, της δραματουργικής «στιγμής» που συνθλίβεται από το βάρος μιας ανοίκειας αλήθειας, είναι εκείνη που συντροφεύει όχι μόνο τις φωτογραφίες της Makabresku αλλά και τους χαρακτήρες της συγγραφέα αποκαλύπτοντας και σκιαγραφώντας τα κίνητρά τους, τις κρυμμένες αιχμές και εκφάνσεις μιας υποτιθέμενα τιθασευμένης ανθρώπινης φύσης, που υποκινούν τις πράξεις και τις δράσεις τους, φανερώνοντας τα αιχμηρά δόντια, τα γαμψά νύχια, τα τρομαγμένα πεταρίσματα της ψυχής, τη ζωώδη ορμή του λύκου και την απόγνωση του σπουργιτιού, όταν αναμετρώνται με την πείνα και τη δίψα - για ζωή.
Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, στην επίσκεψη του καθηγητή λογοτεχνίας Σπύρου στην πόλη της Κρακοβίας, με αφορμή ένα συνέδριο για τον Ρομαντισμό, στην εγκιβωτισμένη αφήγηση των χαρακτήρων τού ίδιου του λογοτέχνη Σπύρου που κυριεύεται από δημιουργικό οίστρο και κινεί εκ νέου τα πρότερα δραματουργικά νήματα, και στον αφηγητή παντογνώστη που απευθύνεται στον αναγνώστη αποκαθιστώντας την αφηγηματική αλήθεια, στην οποία προσέδωσε τη δική του εκδοχή κι ερμηνεία ο λογοτέχνης Σπύρος, αφού η αλήθεια δεν είναι μία, αλλά έχει πολλαπλά είδωλα και το φως εισχωρεί στα κενά, αναπηδά κι αντανακλάται στα κάτοπτρα αναδεικνύοντας νέες, Μπορχεσιανής σύλληψης γωνίες, άπειρα πρίσματα, εναλλαγές μιας αρχικής συνθήκης που όπως το νερό υπερπηδά τα όρια και γκρεμίζει τα προσχώματα, έτσι και η πολυεπίπεδη δημιουργία ταράζει και δοκιμάζει τις όποιες βεβαιότητες της ανθρώπινης ύπαρξης.
ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΕΣ. Το μυθιστόρημα της Μαρούτσου είναι δεξιοτεχνικά καμωμένο, με διακειμενικές αναφορές, συμβολισμούς και αντιμεταθέσεις που αναδεικνύουν το λογοτεχνικό της εγχείρημα ενδυναμώνοντας και περιπλέκοντάς το δραματουργικά. Η διπλή ζωή της Βερόνικα του Πολωνού Κισλόφσκι είναι η αγαπημένη ταινία της αδικοχαμένης από καρκίνο Βέρας, που φέρει στους καρπούς της τα σημάδια από τ' αγκάθια ενός πρώιμου, ομοφυλοφιλικού έρωτα που ξερίζωσε με βία ο πατέρας της, γιατί δεν είναι δυνατόν, κάπου αλλού θα υπάρχει μια άλλη ζωή που θα μπορούσε ήδη να ζει, μια ζωή που θα μπορούσε ίσως να ορίζει, όπως ο συγγραφέας Σπύρος μπορεί και ορίζει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου τα νήματα και τις ζωές των χαρακτήρων του, και πιο συγκεκριμένα τα νήματα της ζωής της Μαριάννας που υποδύεται την κινηματογραφική Βερόνικα στη θεατρική διασκευή της ταινίας, φορώντας μια ψεύτικη, ξανθιά κοτσίδα που γίνεται μέσο υποταγής στη σεξουαλικά αχαλίνωτη και ζοφερή σχέση της με τον καλλιτέχνη Ματέο. Αντίστοιχα, στην ένθετη ιστορία του ξεριζωμού και εκτοπισμού της γιαγιάς της Μαριάννας, Λουτσία, σε μοναστήρι στη Συρακούσα, όπου φοιτά και μεγαλώνει, ο εορτασμός της συνονόματης οσιομάρτυρα, προστάτιδας της πόλης, στις 13 Δεκεμβρίου, μέρα θανάτου της Αγίας, είναι η γιορτή του φωτός σε μια εποχή, όπου βασιλεύει το βαθύ σκοτάδι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, αν αναλογιστούμε ότι κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο η μέρα εορτασμού του θανάτου της Αγίας ήταν η μικρότερη μέρα του χρόνου. Στην ίδια πόλη, στη Συρακούσα, η Λουτσία και η Σιμόνα θα ανεβάσουν στο θέατρο, εις μνήμη της άγρια δολοφονημένης συμμαθήτριας και φίλης τους Βιόλας, τη «Δωδέκατη νύχτα» του Σαίξπηρ, μια κωμωδία παρεξηγήσεων και μεταμφιέσεων που αντικατοπτρίζει τον παραμορφωτικό φακό του έρωτα, του οποίου το «φίλτρο» όχι μόνο μεταμορφώνει αλλά και συνθλίβει μέχρι την απόλυτη συντριβή τους θνητούς κοινωνούς του.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν γιατί η Ελενα Μαρούτσου τοποθετεί το μυθιστόρημά της στην πόλη της Κρακοβίας, εκεί όπου στην εξοχή της, στα παραμυθένια της δάση και λίμνες, θέριεψε και γιγαντώθηκε το απόλυτο σκοτάδι του Αουσβιτς, γιατί ακόμα κι αν η τέχνη ημερεύει τα «θεριά», παρότι πασχίζει να ψηλαφίσει το τραύμα και να συλλαβίσει το ανείπωτο, ακόμα κι αν έχει υπάρξει ένας Κισλόφσκι και μια Makabresku, τίποτα δεν μπορεί να εκλογικεύσει την απόλυτη φρίκη, τις μικρές και μεγάλες θηριωδίες, τις οποίες είναι ικανός να διαπράξει ο άνθρωπος, την αγριότητα της επιβολής μέσα από ηθικούς κανόνες, ήθη, παραδόσεις και έθιμα, μιας κανονιστικής θεώρησης που έχει ως απαρχή τον νόμο του πιο ισχυρού.
Η Κάλλια Παπαδάκη είναι συγγραφέας. Το μυθιστόρημά της «Δενδρίτες» (Πόλις) βραβεύτηκε το 2017 με το European Union Prize for Literature
INFOΕλενα Μαρούτσου «Θηριόμορφοι», εκδ. Πόλις, σελ. 224