Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Ενα πολύ παλιό ερώτημα αφορά το «τι πρέπει να παράγει μια χώρα». Από τον 16ο αιώνα, όταν ξεκίνησε το άνοιγμα των Ευρωπαίων στις διεθνείς αγορές, με την εμφάνιση του λεγόμενου «εμπορικού καπιταλισμού», οι ευρωπαϊκές κοινωνίες άρχισαν να επιδιώκουν την όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου μέσω του διεθνούς εμπορίου. Για δυόμισι αιώνες, κυριάρχησε ένας «οικονομικός εθνικισμός» που σήμαινε τη μέγιστη δυνατή κρατική προστασία της παραγωγής στη μητρόπολη, την με κάθε τρόπο αύξηση των εξαγωγών και τον ανηλεή ανταγωνισμό για την εξεύρεση νέων αγορών, την προώθηση των προϊόντων αλλά και για την ιδιοποίηση πρώτων υλών από και προς τις αποικίες. Ο κανόνας ήταν «να πουλάμε στους ξένους τα πάντα, να μην παίρνουμε απ' αυτούς τίποτα».
Μετά ήρθε ο βιομηχανικός καπιταλισμός που στηρίχθηκε στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία, αντί στη διεθνή εμπορευματική του κυκλοφορία. Από πολιτική άποψη η φάση αυτή συμβαδίζει με τη δημιουργία εθνικών κρατών. Για 150 χρόνια ο καπιταλισμός είχε σαφώς μια εθνική διάσταση αφού για να αναπτυχθεί απαιτούσε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες αναπαραγωγής του κεφαλαίου: αγροτική μεταρρύθμιση, άφθονη εργατική δύναμη συσσωρευμένη στα αστικά κέντρα, τεχνολογία προσαρμοσμένη στην παραγωγή, πρώτες ύλες, υποδομές μεταφορών, αποτελεσματικούς πολιτικούς θεσμούς και αστική τάξη με επιχειρηματική κουλτούρα. Η οργάνωση του τρόπου παραγωγής στηρίχθηκε στην άμεση κρατική παρέμβαση αφού τα κράτη είχαν κάθε λόγο να ελέγχουν τις εγχώριες παραγωγικές σχέσεις για να διευκολύνουν τη συσσώρευση κεφαλαίου. Οχι μόνο συνέχισαν τα παραδοσιακά προστατευτικά μέτρα του εμπορίου (όπως δασμοί, απαγορεύσεις εισαγωγών, προστασία προϊόντων μεταποίησης) αλλά και νέα μέτρα που στήριζαν το νέο μοντέλο οργάνωσης στα εργοστάσια.
Οι πολιτικές αυτές οδήγησαν παράλληλα σε έναν ανηλεή διεθνή οικονομικό ανταγωνισμό για την κατάκτηση και ενσωμάτωση νέων αγορών. Οι κλασικοί της Πολιτικής Οικονομίας, όπως ο Adam Smith, τόνιζαν ότι τα όρια της αγοράς καθορίζουν όχι μόνο τις δυνατότητες της εξειδίκευσης στην παραγωγή αλλά και της ανάπτυξης και του κέρδους. Εφόσον η εσωτερική ζήτηση των μητροπολιτικών κέντρων δεν επαρκεί να απορροφήσει την τεράστια άνοδο της παραγωγικότητας, με τους πραγματικούς μισθούς καθηλωμένους, έπρεπε να ενσωματωθούν νέες γεωγραφικές ζώνες στην εμπορευματική αλυσίδα. Ελέγχοντας την παραγωγή στις αποικίες τις εντάσσουν στη λογική της αγοράς αναγκάζοντάς τες να παράγουν για να πουλήσουν στο εξωτερικό, εισάγοντας κατεργασμένα - βιομηχανικά προϊόντα. Η μετατροπή των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών σε καθαρούς εισαγωγείς προϊόντων μεταποίησης, θα καθυστερήσει την πορεία τους προς την εκβιομηχάνιση: ενώ το 1750 ο «τρίτος κόσμος» παρήγε το 70% των βιοτεχνικών προϊόντων της παγκόσμιας παραγωγής, το 1913 δεν παράγει ούτε 7%.
Παρ' όλη την επιρροή των φιλελεύθερων ιδεών το ελεύθερο εμπόριο μεταξύ των εθνών ήταν μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Οι περιορισμοί διατηρήθηκαν για να εξυπηρετήσουν τη διακίνηση των βρετανικών προϊόντων, εξάπτοντας εθνικιστικά πάθη και αντιθέσεις στους ανταγωνιστές. Δικαίως οι αμερικανοί και οι γερμανοί πολιτικοί θεωρούσαν τη ρητορική περί ελεύθερου εμπορίου ως ένα πέπλο συγκάλυψης της Pax Britannica και επεδίωκαν την κρατική προστασία της δικής τους νηπιακής βιομηχανίας. Αντίθετα από όσα πίστευαν οι φιλελεύθεροι, όπως ο John Stuart Mill, για την αντίστροφη σχέση μεταξύ διεθνούς εμπορίου και πατριωτικού εθνικισμού, η Μεγάλη Υφεση 1873-1896 κατέστησε αντιδημοφιλές το ελεύθερο εμπόριο, οδηγώντας στην πλήρη επικράτηση του επιθετικού εθνικού προστατευτισμού και κατόπιν στις εκατόμβες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Κάπου εκεί, εντάχθηκε και η χώρα μας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στην αρχή σαν μια χώρα που εξήγε όλο κι όλο ένα «χρήσιμο» προϊόν (τη σταφίδα), κατόπιν δύο (τον καπνό μέχρι το 1940) και στο τέλος αρκετά προϊόντα μεταποίησης. Μετά το 1960 η Ελλάδα άρχισε να εξάγει βωξίτες - αλουμίνιο, μάρμαρα, αργότερα υποπροϊόντα πετρελαίου και προσφάτως και φάρμακα. Τα αγροτικά προϊόντα της εξαγωγικής μας γεωργίας (βαμβάκι, ελαιόλαδο, φρούτα και λαχανικά) γίνονται όλο και λιγότερα, όλο και ακριβότερα, για τους γνωστούς λόγους, ήτοι όλο και λιγότερο ανταγωνιστικά. Ολοι γνωρίζουμε ότι το μεταπολεμικό παραγωγικό μοντέλο της χώρας, βασισμένο στις κατασκευές στο εσωτερικό, και στον τουρισμό, τη ναυτιλία και τον μικρό εξαγωγικό μας τομέα δοκιμάστηκε στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, και εντούτοις δεν άλλαξε. Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας «παίξαμε τα ρέστα μας» στην ανάπτυξη του τουρισμού αυξάνοντας τους επισκέπτες της χώρας κατά 50% (από 20 σε 30 εκατ. αφίξεις ετησίως). Είχαμε βέβαια την ανάγκη ρευστού χρήματος για να διορθώσουμε τη χρόνια ανισορροπία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό σε τίποτα δεν μας εμπόδιζε να εκσυγχρονίσουμε το παραγωγικό μας μοντέλο. Ελάχιστα πράξαμε τα χρόνια της κρίσης, εκτός του να τσακίσουμε το εργασιακό κόστος. Μήπως έγιναν έτσι φθηνότερα και ανταγωνιστικότερα τα ελληνικά προϊόντα; Ουδόλως, γιατί παράλληλα αυξήσαμε υπέρμετρα τις εργοδοτικές εισφορές, το ενεργειακό κόστος, τους φόρους κοκ. Δεν ήταν βλέπετε μόνον μια η παθογένεια, το εμπορικό έλλειμμα. Είχαμε και το δημοσιονομικό έλλειμμα και το ασφαλιστικό έλλειμμα και το γραφειοκρατικό έλλειμμα. Σε αυτά τα τρία, τα Μνημόνια και οι τρόικες, οπωσδήποτε συνέβαλαν θετικά. Δεν έχουμε πια δημόσιο έλλειμμα, το Ασφαλιστικό πήρε μια ανάσα για λίγα χρόνια, και για τη γραφειοκρατία έγιναν πολλά, όχι αρκετά.
Και ύστερα ήρθε η κορωνοκρίση. Αποδείχτηκε ξανά ότι ο τουρισμός αποτελεί έναν ευπαθή και ευάλωτο στις διακυμάνσεις της γεωπολιτικής κλάδο. Παρά την εθνική προσπάθεια και τον σχεδιασμό, η τουριστική ζήτηση δεν ορίζεται μονομερώς. Δεν φτάνει να προγραμματίζεις, να οργανώνεις, να προετοιμάζεσαι λέγοντας «ανοίξαμε και σας περιμένουμε». Να που δεν έρχονται! Και τώρα τι θ' απογίνουμε χωρίς τουρίστες; Και ξαναρχόμαστε το αρχικό μας ερώτημα: «Τι πρέπει να παράγει μια χώρα»; Ο David Ricardo έγραφε πριν από 200 χρόνια ότι κάθε χώρα πρέπει να εξειδικεύεται εκεί που έχει το συγκριτικό της πλεονέκτημα. Οχι, δεν είναι ο τουρισμός στον οποίο έχουμε πλεονέκτημα. Ολες οι χώρες της Μεσογείου έχουν ήλιο, θάλασσα, αξιοθέατα και τοπική κουζίνα. Θα είχαμε πλεονέκτημα αν μπορούσαμε να τα παράγουμε φθηνότερα σε σχέση με όλους τους άλλους, και μάλιστα φθηνότερα σε σχέση με το κόστος παραγωγής σε όλους τους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Πολλοί στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ νοσταλγούν την προ-βιομηχανική πολιτική της αυτάρκειας και της προστασίας από τον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον και ασύμφορο. Προφανώς η εξειδίκευση είναι η λύση, αλλά η εξειδίκευση στην παραγωγή εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών αγαθών. Στη διάρκεια μιας διεθνούς κρίσης, θα μπορείς τουλάχιστον να στηρίξεις την εσωτερική κατανάλωση και το εθνικό εισόδημα. Να μαθαίνουμε από όσα παθαίνουμε.