Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Τι είναι κατά τον Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ φυσικό μυθιστόρημα; Ενα μυθιστόρημα που μιμείται τη φύση ή μήπως μια απόπειρα να γράψεις «φυσικά» με την έννοια του φυσιολογικά; Μάλλον το δεύτερο. Απαιτείται ωστόσο μια διευκρίνιση. «Γράφω φυσικά» σημαίνει, κατά τον συγγραφέα, παραθέτω πολλά και ποικίλα είδη γραφής, όπως μου έρχονται στο κεφάλι: ευφυείς ατάκες, σκέψεις, επαναλαμβανόμενες απόπειρες έναρξης ενός βιβλίου, κολάζ από τις εναρκτήριες φράσεις κλασικών μυθιστορημάτων, μια άλλη απόπειρα να γράψεις χρησιμοποιώντας μόνο ρήματα. Και ακόμη παραθέματα ημερολογίου, αποφθέγματα, νόστιμες βινιέτες, ανέκδοτα, εγκιβωτισμένες μικρές ιστορίες. Ολα αυτά μαζί; Ακριβώς. Αλλοτε εύστοχα κι άλλοτε λιγότερο, ο γεννημένος το 1968 συγγραφέας προσεταιρίζεται όλα τα προερχόμενα εκ της Εσπερίας ρεύματα, είδη και σχολές σκέψης, από τη συνειδησιακή ροή ως την αυτόματη γραφή, και από τον σουρεαλισμό ως την αποδόμηση ή ως την, κατά Τζον Μπαρθ και Πολ Οστερ, μεταμυθοπλασία για να κατασκευάσει το παζλ του. Μοιάζει με κάποιον που έφτασε αργά, όταν το πάρτι είχε τελειώσει, και όμως μάζεψε τα αποφάγια από το τραπέζι για το δικό του γλέντι. Συγκινητικό ίσως, αλλά ως εκεί.
Το μικρό βιβλίο είναι φρέσκο, καλογραμμένο, δομημένο σε πολύ μικρά κεφάλαια, και διαθέτει ενεργειακά κοιτάσματα. Αν κάποιος είναι εθισμένος στο Facebook, θα το διαβάσει ευκολότερα. Ακόμα καλύτερα βέβαια αν τον διακρίνει μια κάποια γεωπολιτική ευαισθησία και λάβει υπόψη του τι τράβηξε ο βουλγαρικός λαός στα χρόνια της πρόσδεσης στο σοβιετικό άρμα. Η Δύση ήταν το μεγάλο όραμα. Κάποιοι το εξαγόρασαν με μαύρα δολάρια, άλλοι όπως ο Γκοσποντίνοφ, με πνευματική λαχτάρα να καταναλώσουν οτιδήποτε γαλλόφερτο ή αμερικανόφερτο πίσω από τις κλειστές πόρτες της βουλγαρικής και όχι μόνο terra incognita. Καθώς δε η Ευρώπη, αργότερα και η Αμερική, επείγονταν να συμπεριλάβουν τις πρώην κατεψυγμένες ανατολικές χώρες στο οικονομικό και πολιτισμικό τους άρμα, υπήρξε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '90 ένα κατεπείγον άνοιγμα, συχνά με το στανιό. Δόθηκαν υποτροφίες, άνοιξαν τις πόρτες τους πανεπιστημιακές σχολές και ινστιτούτα, χρηματοδοτήθηκαν μεταφράσεις και λογοτεχνικός τουρισμός εν αφθονία. Σωστά κατά τη γνώμη μου στις περισσότερες περιπτώσεις, λιγότερο σωστά σε κάποιες άλλες. Σκεφτείτε ότι από χώρες όπως η Ρουμανία, η Λευκορωσία και η Πολωνία προήλθαν τρία πρόσφατα Νομπέλ και μάλιστα γυναικεία (Χέρτα Μίλερ, Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, μόλις πέρυσι δε, η καλύτερη όλων Ολγκα Τοκάρτσιουκ). Τελευταία στον χορό μπήκε η Βουλγαρία, η πλέον πιστή ακόλουθη του σοβιετικού άρματος, που προσδεδεμένη σχεδόν απόλυτα στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό δεν παρήγαγε τη λογοτεχνία που προήλθε φέρ' ειπείν από τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία ή την Ουγγαρία. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο βουλγαρογενείς διασημότητες του αιώνα στα γράμματα (Τζούλια Κρίστεβα και Τσβέταν Τοντόροφ) έγραψαν στα γαλλικά, ως πολιτογραφημένοι Γάλλοι. Και όπως γράφει μια ολλανδέζα συγγραφέας γεννημένη στο Ζάγκρεμπ, η Ντουμπράβκα Ούγκρεσιτς, οι λογοτεχνικοί πράκτορες «ψάχνανε σαν παιδόφιλοι με τον φακό ανάμεσά μας για να βρουν κάποιον νέο, ωραίο, φιλόδοξο και με καλούτσικα αγγλικά». Ετσι κι έγινε.
Ιστορία ή μικροϊστορίες;
Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ υιοθετήθηκε αρχικά από τους Γερμανούς και πέρασε μερικά χρόνια στο Βερολίνο. Στη συνέχεια αμερικανοποιήθηκε, αν και όχι χωρίς δυσκολίες. Υπηρετεί πολλά και ποικίλα είδη (διήγημα, θέατρο, ποίηση, χρονογράφημα) και έχει γράψει μόλις δύο μυθιστορήματα. Αυτό είναι το πρώτο και ακολούθησε μιάμιση ολόκληρη δεκαετία αργότερα το μεταφρασθέν ήδη στα ελληνικά «Περί Φυσικής της Μελαγχολίας» (εκδ. Ικαρος) - με τον όρο Φυσική υπονοείται ξεκάθαρα η επιστήμη, άλλο αν μικρή σχέση έχει με το βιβλίο. Τα δύο βιβλία διαβάζονται άνετα αν παραιτηθείς από την αναζήτηση συγκροτημένου νοήματος ή αφηγηματικής γραμμής. Ειδικότερα στο «Φυσικό Μυθιστόρημα» υπονοείται ότι ασχολούμαστε με έναν κεντρικό αφηγητή που ξεκινά να περιγράφει τον χωρισμό από τη γυναίκα του, όταν εκείνη του αποκαλύπτει ότι είναι έγκυος από κάποιον άλλο. Μόνο που ο συγγραφέας δεν συνεχίζει, ούτε ως προς την ανάλυση των αιτίων, ούτε ως προς τη βίωση του δράματος. Κατά μία εκδοχή ο ήρωας παραιτείται από τη δουλειά του ως δημοσιογράφος και καταντάει άστεγος. Κατά μία άλλη ο άστεγος είναι κάποιος άλλος ονομαζόμενος επίσης Γκοσποντίνοφ, και ο δικός μας προσπαθεί να βιώσει τη ζωή του. Υπάρχει και μια τρίτη όπου κάποιος κρατάει ημερολόγιο υπό το όνομα Γκοσποντίνοφ. Τέλος πάντων, ο όποιος ήρωας αγωνίζεται να κατασκευάσει ένα μυθιστόρημα από τις αρχές κλασικών βιβλίων όπως ο «Ροβινσώνας Κρούσος», η «Αννα Καρένινα», το «Νησί των Θησαυρών», ή ο «Αρθουρ Γκόρντον Πιμ» του Πόε, αλλά το εγχείρημα μένει στον αέρα - προς μεγάλη μου αναγνωστική δυστυχία, πρέπει να πω. Αλλού επιχειρεί άλλα πράγματα, ημιτελή, εκκρεμή και όλα με ακαθόριστο αποδέκτη. Σε κάποια σημεία καταφεύγει στη φυσική ιστορία της μύγας (καλό κεφάλαιο) αξιοποιώντας την πολυπρισματικότητα της όρασης του εντόμου και αναλύοντας εύστοχα τη μακραίωνη παρασιτική συμβίωσή του με τον άνθρωπο (για την ακρίβεια, με τα απόβλητά του). Εξυπνο αλλά irrelevant όπως λένε και στα δυτικά έδρανα - κάτι που απέφυγε να μάθει ο Γκοσποντίνοφ.
Το κακό είναι ότι το κύριο μέρος των επιθεμάτων και της αναγνωστικής ύλης του βιβλίου είναι η σκατολογία. Παλιοκαιρισμένα αστεία που σε κάνουν να κλείνεις τα ρουθούνια σου περνάνε για βουλγαρόφερτη πρωτοπορία. Επιγραφές τουαλετών («φάτε σκατά, κάτι ξέρουν οι μύγες») και ένα ολόκληρο κεφάλαιο για τη φυσική ιστορία της τουαλέτας, θυμίζουν case study κακοχωνεμένου Λιοτάρ, Φουκό και Ντεριντά μαζί. Ολη δε η υποτιθέμενη πορεία του ήρωα αναθεωρείται κάθε τρεις και λίγο ως προς το ποιος γράφει, γιατί γράφει, με τι θέμα γράφει, αν πρόκειται για τον δεύτερο ή τον τρίτο Γκοσποντίνοφ που μεταμφιέσθηκε στον πρώτο κ.λπ.
Αναμφισβήτητα έχουμε έναν έξυπνο συγγραφέα που μεταφορικά ευτύχησε να βρεθεί με λογοτεχνικά δολάρια στην τσέπη πάνω στην κατάρρευση του Τείχους. Επιπλέον έχουμε μερικές εύστοχες μικροϊστορίες αντλημένες από την απελπιστική κατάσταση της βουλγαρικής κοινωνίας, ειδικά στη δεκαετία του '90, όπως μια γυναίκα που εκλιπαρεί τους ληστές της να μην της πάρουν την τηλεόραση κι ας τη βιάσουν κατά βούληση. Ανατριχιαστικό θα πουν πολλοί και δικαίως. Οπως κι αν έχει, το βιβλίο θα διαβαζόταν με μεγαλύτερη άνεση αν δεν προσποιείτο το μυθιστόρημα και περιοριζόταν λ.χ. στον υπέρτιτλο «Ανάλεκτα», ή «Ιστορίες Μπονζάι». Γιατί το «κέντρο δεν κρατά και όλα σκορπίζουν τριγύρω» όπως θα έλεγε ο Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς αν ζούσε στις μέρες μας. Θα προσέθετε πιθανότατα ότι η υποκατάσταση του γερακιού με την ταπεινή (και ενοχλητικότατη) μύγα δεν αρκεί για να φτάσουμε στην πρωτοπορία μέσω παρακαμπτηρίων. Ασε που μπορεί να χαθούμε στους αγρούς.
Συνεπέστατη η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου όπως πάντα στον μεταφραστικό της μόχθο (η παρατήρηση αφορά και τα δύο βιβλία).
{1BSYG}Georgi Gospodinov{1BSYG}{2BTIT}Φυσικό Μυθιστόρημα{2BTIT}{3BEKD}Μτφ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, σελ. 180, ΙΚΑΡΟΣ 2019{3BEKD}{4BTIM}Τιμή: 13,30 ευρ{4BTIM}ώ