Στη δήλωση αποδοχής της ήττας του στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, ο κ. Τσίπρας τόνισε ότι το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ, κοντά στο 32%, αποτελεί «εντολή μετασχηματισμού» του κόμματος σε μία μεγάλη προοδευτική δημοκρατική παράταξη. Για να γίνει πράξη ο μετασχηματισμός προς το Κέντρο, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι κάτι έμαθε από την περίοδο της διακυβέρνησης και δεν σκοπεύει να επιστρέψει στην τοξική αντιπολίτευση στην οποία επιδιδόταν πριν από το 2015. Θα πρέπει επίσης να αφήσει πίσω του ανεδαφικές αριστερές ιδεοληψίες που κόστισαν στη χώρα. Τα πρώτα δείγματα γραφής δεν είναι ενθαρρυντικά, παρά τους ήπιους τόνους που επικράτησαν στη συζήτηση για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στη Βουλή. Μερικά παραδείγματα:

Ο κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 30% στα ακίνητα χαμηλής αντικειμενικής αξίας, 20% στα μεσαίας, και 10% σε ακίνητη περιουσία με αντικειμενική αξία άνω του 1 εκατ. ευρώ, αντίθετα με την προεκλογική υπόσχεση για οριζόντια μείωση κατά 30% για όλα τα ακίνητα. Ομως ο κ. Τσίπρας ισχυρίστηκε ότι με αυτή τη ρύθμιση «δίνετε λίγα στους πολλούς και πολλά στους λίγους: 77 [ευρώ μείωση] στο Κερατσίνι, 700 στην Εκάλη». Τα αντίστοιχα ακίνητα σήμερα πληρώνουν ΕΝΦΙΑ 257 (77/30%) και 7,000 (700/10%) ευρώ. Προφανώς το κοινωνικά δίκαιο, κατά τον κ. Τσίπρα, ήταν να δοθεί ισόποση μείωση ΕΝΦΙΑ κατά 77 ευρώ στα δύο ακίνητα, με αποτέλεσμα ο ένας να έχει μείωση κατά 30% και ο άλλος 1.1%!

Στη συζήτηση για τη ΔΕΗ, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής ο κ. Τσίπρας δήλωσε ευχαριστημένος διότι κατάφερε να διαφυλάξει τον δημόσιο χαρακτήρα της επιχείρησης και να αποφύγει τις αυξήσεις στα τιμολόγια. Δεν θεώρησε απαραίτητο να αναφέρει ότι η χρηματιστηριακή αξία της ΔΕΗ μειώθηκε κατά σχεδόν 90% την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ότι η εταιρεία βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Με την ιδεοληψία της κρατικής ιδιοκτησίας των εταιρειών κοινής ωφέλειας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ακύρωσε την ιδιωτικοποίηση του 30% της ΔΕΗ την εποχή που η εταιρεία ήταν κερδοφόρα, με αποτέλεσμα τώρα να πρέπει να πωληθεί το δίκτυο διανομής για να σωθεί η εταιρεία χωρίς να επιβαρύνει σημαντικά τους φορολογούμενους.

Στη συζήτηση για την Παιδεία, ο κ. Τσίπρας αναρωτήθηκε γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη ακύρωσε την πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να ιδρύσει νομική σχολή στην Πάτρα. Δεν εξήγησε γιατί χρειάζεται τέταρτη νομική σχολή σε μία χώρα με αναλογικά υπερδιπλάσιους δικηγόρους από άλλες χώρες της ΕΕ. Δεν αναρωτήθηκε αν είναι δουλειά της κυβέρνησης να αποφασίζει την ίδρυση νέων σχολών – συνήθως με μικροπολιτικά κριτήρια – ή των ίδιων των πανεπιστημίων ανάλογα με τη ζήτηση. Κατηγόρησε την κυβέρνηση για υποκρισία, στον βαθμό που κλείνει τα κρατικά πανεπιστήμια για να ανοίξει ιδιωτικά κάποια στιγμή. Αλλού όμως βρίσκεται η υποκρισία: Ο κ. Τσίπρας και οι σύντροφοί του στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία και σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά αντιδρούν σε οτιδήποτε εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες για σπουδές σε όλους, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Κατήργησαν τα πρότυπα σχολεία με το σκεπτικό «αφού δεν μπορούμε να ανεβάσουμε το επίπεδο όλων ας κατεβάσουμε το επίπεδο κάποιων ώστε όλοι να είμαστε ίσοι»! Ο ίδιος κ. Τσίπρας, που καταφέρεται εναντίον της «ελίτ», στέλνει τον γιο του στο Κολλέγιο. Η κυβέρνησή του κατήργησε τον νόμο Διαμαντοπούλου, επανέφερε το άσυλο και αρνήθηκε να αναθεωρήσει το άρθρο 16 του Συντάγματος για να μη θιγεί η συντεχνία των πανεπιστημιακών που απεχθάνεται τον ανταγωνισμό και την αξιολόγηση. Ετσι αδικούνται τα παιδιά των μη προνομιούχων που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν στο εξωτερικό.

* Η Μιράντα Ξαφά είναι senior scholar στο Centre for International Governance Innovation (CIGI) και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ).