Έντυπη Έκδοση
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου του tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Σύνδεση μέλους
Αν θέλετε να γίνετε συνδρομητής μπορείτε να αποκτήσετε τη συνδρομή σας εδώ:
Εγγραφή μέλους
Οπως ευφυώς αναλύει ο Τζέφρι Ευγενίδης στο βιβλίο του Σενάριο γάμου (Πατάκης), η λογοτεχνική παράδοση του 19ου αιώνα περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον πανάρχαιο αυτό θεσμό. Ως ένας από τους τελευταίους μεγάλους εκείνου του αιώνα (αν και καταχωρισμένος ως προπομπός του 20ού), ο Χένρι Τζέιμς καταπιανόταν στο Πορτρέτο μιας κυρίας με τα παντρολογήματα της αμερικανίδας πλούσιας κληρονόμου Ιζαμπελ Αρτσερ, μέχρι την παγίδευσή της στα δίχτυα του σκοτεινού Γκίλμπερτ Οσμοντ και της ερωμένης του, της μαντάμ Μερλ. Ανακαλύπτοντας την πλεκτάνη, η Ιζαμπελ παρέκαμπτε τις λυσσαλέες αντιδράσεις του συζύγου της και δραπέτευε από την Ιταλία για να ξεπροβοδίσει τον βαριά άρρωστο, αγαπημένο της ξάδερφο Ραλφ Τάτσετ στο οικογενειακό κτήμα στην Αγγλία. Σημειωτέον ότι ο «αγγελικός», φιλάσθενος Ραλφ ήταν εκείνος που είχε σχεδιάσει τον αιφνίδιο πλουτισμό της Ιζαμπελ μέσω της κληροδότησης σε αυτήν αξιοσέβαστου μέρους της περιουσίας του πατέρα του προκειμένου να αναπτύξει ανεμπόδιστη από υλικούς καταναγκασμούς το πεπρωμένο της. Το βιβλίο ολοκληρωνόταν με την Ιζαμπελ να έχει μεν κάνει την εξέγερσή της απέναντι στον τυραννικό σύζυγο, αλλά να στέκει διστακτική απέναντι στις επιλογές της. Η επιστροφή στη Ρώμη για ένα πλήρες ξεκαθάρισμα λογαριασμών έμοιαζε με μετωπική αντιμετώπιση του πεπρωμένου και έπαιρνε το πάνω χέρι. Οι ως τα τώρα ατυχίες της Ιζαμπελ υπήρξαν η απάντηση της μοίρας στην υπερβάλλουσα αυταρέσκεια και αυτοπεποίθησή της. Ισως τελικά το κύριο αμάρτημά της να ήταν ένα: ότι ήταν γυναίκα. Καθώς όμως η ύβρις είχε ήδη τιμωρηθεί σχεδόν βάναυσα, τώρα η Ιζαμπελ όφειλε να προχωρήσει με ίδια μέσα.
Και με τι μέσα… Πιάνοντας το νήμα της αφήγησης ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά, ο Τζον Μπάνβιλ προσχωρεί στα μέσα, τη θεματική γραμμή, ακόμη και τα γλωσσικά εργαλεία του δασκάλου του και αποφασίζει να μας ξαναμεταφέρει στην εποχή, εστιάζοντας στην εν συνεχεία πορεία ζωής της Ιζαμπελ. Ταυτόχρονα μοιάζει να αντλεί από την ετερώνυμη συγγραφική περσόνα του, τον Μπέντζαμιν Μπλακ (έτσι υπογράφει τα αστυνομικά του βιβλία). Στο Λονδίνο, στην έναρξη της αφήγησης, η Ιζαμπελ αποσύρει ένα τεράστιο ποσό από τον λογαριασμό της στην τράπεζα. Εικάζουμε ότι είναι για την εξαγορά της ελευθερίας της πίσω στη Ρώμη, αλλά η μοίρα φέρνει έτσι τα πράγματα ώστε το ποσό να κατευθυνθεί μέσω μιας φίλης της στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και ειδικότερα στο γυναικείο κίνημα - θυμίζοντας έτσι τη σαρδόνια θεματική προσέγγιση του ζητήματος από τον Τζέιμς στις Βοστωνέζες. Η ηρωίδα επισκέπτεται φίλες, συνδιαλέγεται με την πιστή της υπηρέτρια, κάνει μια στάση στο Παρίσι και επιστρέφει με μεγάλη καθυστέρηση στην Ιταλία και τη συζυγική εστία μέσω Γερμανίας και Ελβετίας, σαν πρώιμη τουρίστρια που προσχώρησε στις χαρές της αργόσχολης τάξης.
Στη Φλωρεντία τής επιτίθενται οι αναμνήσεις (και έξωθεν υπομνήσεις) από την απώλεια του μόλις έξι μηνών γιου της, την προικοθηρία και τη βίαιη συμπεριφορά του συζύγου της, την αποκάλυψη από την αδελφή του της πλεκτάνης του με την κυρία Μερλ, το γεγονός ότι η κόρη του, η Πάνσι, είναι στην πραγματικότητα κόρη της Μερλ (και όχι της πρώτης συζύγου του κυρίου Οσμοντ, νεκρής πια με τρόπους που δεν θα αποκαλύψουμε εδώ για να μη στερήσουμε από τον αναγνώστη τις «νουάρ» περιπλοκές της αφήγησης). Η Ιζαμπελ συνδιαλέγεται με τη θεία της στο φλωρεντινό της παλάτσο και αποφασίζει την τελική επίθεση στους - κατά τον τρόπο του Μπάνβιλ - παραστατικότατα ζωγραφισμένους λόφους της Τοσκάνης, «που δεν έχουν επίγνωση της απαράμιλλης ομορφιάς τους».
Η δράση συνεχίζεται αγωνιωδώς στη Ρώμη, όπου η Ιζαμπελ ολοκληρώνει τον ιστό της γύρω από τους δύο προδότες παγιδεύοντάς τους σε μια ανεπιθύμητη συγκατοίκηση ως αντιστάθμισμα στα οφέλη της πλουσιοπάροχης επιδότησης που τους εκχωρεί. Η ίδια θα επιστρέψει απελευθερωμένη στο Λονδίνο, όπου προς στιγμήν θα αχνολάμψει η ελπίδα μιας νέας σχέσης, αλλά διαφαίνεται πως ο νεαρός υποψήφιος είναι μάλλον κατώτερος των περιστάσεων. Το τέλος ανοικτό και το μέλλον άδηλο, όπως ακριβώς θα ήθελε ο Χένρι Τζέιμς.
Η αφοσίωση του Μπάνβιλ στην ανάλυση των κινήτρων και των αντιφάσεων των ηρώων του είναι απόλυτη. Η προσέγγιση των δευτερευόντων χαρακτήρων είναι «επιστημονική» και οι απόψεις / στάσεις τους εμπλουτίζονται σε κάθε κεφάλαιο και κάθε στροφή του δράματος. Η μανιεριστική περιγραφή τόπων και τοπίων είναι συμβατή με την εξέλιξη της πλοκής. Το βιβλίο λειτουργεί και ως αναδρομικό προανάκρουσμα των ιδεολογικών συγκρούσεων που θα ακολουθήσουν, αν και ο συγγραφέας μοιάζει βέβαιος ότι τα ίδια προτάγματα θα διέπουν τις επιλογές της ανθρωπότητας εσαεί. Κάποιοι θεωρούν ίσως τον Μπάνβιλ κουραστικό με την εμμονική του έμφαση στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κάθε σκηνής και τις ανοίκειες μεταφορές του, ωστόσο παραμένει και εδώ ιδιοφυής, ανανεωτικός, ανακουφιστικός, σαρκαστικός απέναντι στην πολιτική ορθότητα και καλός δάσκαλος για επίδοξους συγγραφείς. Μας πείθει για άλλη μία φορά ότι η λογοτεχνία «τακτοποιεί» αυτόν τον απέραντο, χαοτικό κόσμο.
Ομως το ερώτημα του γιατί αποφάσισε να καταπιαστεί με το σίκουελ του Πορτρέτου παραμένει. Το αν μιμείται επιτυχώς το ύφος του Τζέιμς, επίσης. Δύσκολη δουλειά έτσι κι αλλιώς, στην οποία επιδόθηκαν και άλλοι συγγραφείς με μια συχνότητα που παραπέμπει στην παραπλανητική ιδιότητα του προπάτορα να μοιάζει εύχρηστος, «προς μίμησιν», αλλά και πάντοτε επίκαιρος, δηλαδή ικανός να αδράχνει την ανακουφιστική διαχρονικότητα των ανθρωπίνων. Το επιχείρησαν ήδη ο Κολμ Τοϊμπίν, ο Ντέιβιντ Λοτζ, ο Αλαν Χόλινγκχερστ και άλλοι, με ποικίλους βαθμούς επιτυχίας. Ο Μπάνβιλ είναι αναμφίβολα ο κοντινότερος στην πρόκληση Χένρι Τζέιμς ή αλλιώς στην προσκόλληση στο πνεύμα αυτού του εμβληματικού συγγραφέα που καθόρισε εν πολλοίς την αμερικανική και ευρωπαϊκή λογοτεχνική σκηνή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα. Κληρονόμος ο Τζέιμς της σπουδαίας παράδοσης του λογοτεχνικού ρεαλισμού του 19ου αιώνα, την εμπλούτισε με νεωτερικά στοιχεία, και σε αυτά ακριβώς επικεντρώνεται και ο Μπάνβιλ: επικέντρωση στην οπτική των ίδιων των πρωταγωνιστών, σχετικοποίηση της θέσης / γνώσης του αφηγητή, εσωτερική εστίαση, κυριαρχία του ψυχολογικού στοιχείου, ατέρμων ανάλυση των μεταπτώσεων και κινήτρων των εμπλεκομένων, ανοιχτό τέλος, με όλα τα ενδεχόμενα να φαντάζουν εξίσου «νόμιμα».
Η Τόνια Κοβαλένκο έχει πολύ συχνά καταπιαστεί με τον Τζον Μπάνβιλ και «τον έχει». Απολαμβάνει το κτίσιμο του κόσμου του συγγραφέα στη γλώσσα μας και της χρωστάμε σειρά απολαυστικών μεταφράσεων έργων του Ιρλανδού. Εδώ προσθέτει αυτονοήτως άλλη μία στο ενεργητικό της.
John Banville
Η κυρία Οσμοντ
Μτφ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Καστανιώτης, 2019, σελ. 411
Τιμή: 18 ευρώ