Τον Ιανουάριο του 2015, στις εθνικές εκλογές τότε, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας ανέτειλαν στον ουρανό της εξουσίας, συμπαρασύροντας πλειοψηφίες όλων των κοινωνικών στρωμάτων. Χωρίς παραδοσιακά ερείσματα μέσα στην κοινωνία, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας είχαν ένα αφήγημα, μια ιδέα, με την οποία υπόσχονταν να αντικαταστήσουν έναν δύσκολο οικονομικό δρόμο με όνειρα και ελπίδες.
Τέσσερα και κάτι χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας έζησαν δυο πολύ δύσκολες Κυριακές. Αρχικά, την Κυριακή των ευρωεκλογών της 26ης Μαΐου, την Κυριακή που έμειναν δέκα σχεδόν ποσοστιαίες μονάδες πίσω από τη Νέα Δημοκρατία. Στη συνέχεια την Κυριακή της 2ας Ιουνίου, την Κυριακή του δευτέρου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στον οποίο δεύτερο γύρο δεν κέρδισαν καμία περιφέρεια και έχασαν πολλούς δήμους, σε όλη τη χώρα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα, δήμους της Δυτικής Αττικής, άλλοτε προπύργια του αγώνα που είχαν κηρύξει από το 2012 και έπειτα.
Τι σημαίνουν αυτές οι ήττες;
Από τη μια πλευρά, το μεγάλο ύψος της διαφοράς, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία στις ευρωεκλογές, σε μια παραδοσιακά ήπιας πολιτικής έντασης εκλογική αναμέτρηση, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια σχεδόν πρωτόγνωρη πολιτική στάση της ελληνικής κοινωνίας. Μια στάση που έδειξε ότι η κοινωνία ανέμενε απλά μια κάλπη για να εκφράσει την ανάγκη για αλλαγή. Δεν υπήρχε «χαλαρή» ψήφος. Δεν ανιχνεύεται εύκολη διάχυση της ψήφου στα μικρά κόμματα.
Από την άλλη, το μέγεθος της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ και της κυριαρχίας της Νέας Δημοκρατίας στις αυτοδιοικητικές εκλογές, και κυρίως στις περιφερειακές, σαφώς συνδέεται με την έντονη κομματική συμπεριφορά σήμερα και συγκεκριμένα με την πλειοψηφική επιλογή για Νέα Δημοκρατία.
Ωστόσο δεν μπορεί να παραγνωριστεί και κάτι ακόμη:
Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ερείσματα στην Αυτοδιοίκηση. Η επιρροή της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και του ΚΙΝΑΛ ή του ΚΚΕ, παραδοσιακών κατεστημένων κομμάτων στον ελληνικό πολιτικό χώρο, ήταν πέρα για πέρα εμφανής. Αυτό σημαίνει ότι τα κόμματα αυτά διατήρησαν το στελεχιακό δυναμικό, τον μηχανισμό τους και επιτυχώς, στο μέτρο της δύναμης του καθενός σήμερα, πέτυχαν θετικά αποτελέσματα.
Τέτοια κομματική λειτουργία δεν ανιχνεύεται στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το γεγονός αυτό εξακολουθεί να περιγράφει μια ανορθολογική πραγματικότητα, αναφορικά με το γεγονός ότι «από τα κάτω» διαμορφώνεται η κομματική συμμαχία ενός κόμματος.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αυτά που έχουμε δει είναι η απότομη και ενδεχομένως βεβιασμένη αύξηση των ποσοστών, από το 2012 και μετά, καθώς και η επικάλυψη, από τον ΣΥΡΙΖΑ, στρωμάτων ψηφοφόρων, οι οποίοι παλαιότερα ανήκαν σε άλλους χώρους και δεν συγγενεύουν ιδεολογικά με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι γνωστός ο βαθμός στον οποίο μια «από τα κάτω» οικοδόμηση κομματικών δεσμών, εντός του ΣΥΡΙΖΑ, προκρίθηκε ως σημαντική για εκείνους.
Ενδεχομένως για κάποιους, ο αέρας της κυβερνητικής εξουσίας να θεωρήθηκε ως επαρκές επιχείρημα για να ξαναψηφιστούν. Μπορεί δηλαδή το μόνο που θα αρκούσε για εκείνους να ήταν ένα αφήγημα, η περιγραφή μιας όμορφης πραγματικότητας, όπως και το 2015.
Σε περίπτωση, όμως, που αυτή ήταν όντως η βασική στρατηγική τους, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι έμειναν έκθετοι και τελικά μόνοι, γιατί η πραγματικότητα, το έργο και η στάση τους δηλαδή, τραυμάτισαν κάθε αφήγημα που πιθανολογούμε ότι θα ήθελαν να χρησιμοποιήσουν.
Και τελικά, με δεδομένο το μικρό διάστημα, που αναπόφευκτα μεσολαβεί από σήμερα μέχρι και τις εθνικές εκλογές, η μοναξιά φαίνεται να μην ξεπερνιέται. Τα χρονικά όρια είναι στενά, το έργο δεν επιδέχεται ωραιοποίηση, η κοινωνία κοιτάζει επικριτικά και ο αντίπαλος έχει γίνει πολύ δυνατός.
Η Βένη Μουζακιάρη είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας