Η ερμηνεία του χθεσινού εκλογικού αποτελέσματος από τους επενδυτές θα αποτελέσει τον καθοριστικότερο παράγοντα για την πορεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου τους επόμενους μήνες. Στην τελευταία προεκλογική εβδομάδα υπήρξαν αρκετές εναλλαγές προσήμων σε καθημερινή βάση, ωστόσο τελικά ο γενικός δείκτης της αγοράς κινήθηκε ελαφρώς ανοδικά, κλείνοντας την περασμένη Παρασκευή λίγο πάνω από τις 730 μονάδες, με κέρδη στο πενθήμερο που έφτασαν το 0,37%.

Οπως επισημαίνουν αναλυτές, ζητούμενο για την οικονομία και τις μετοχές αποτελεί η πολιτική σταθερότητα. Στο πλαίσιο αυτό, δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση οι κάλπες να ενισχύσουν την αβεβαιότητα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την πορεία ανάκαμψης στην οποία έχει εισέλθει η χώρα και εμποδίζοντας την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης.

Αλλωστε, σημειώνουν οι ίδιες πηγές, βρίσκεται στο μέσον της η προσπάθεια ξεκλειδώματος των αγορών από το Δημόσιο και η επιστροφή της πιστοληπτικής αξιολόγησης σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ οι τράπεζες είναι σε κρίσιμο σταυροδρόμι για το καθάρισμα των ισολογισμών τους, εν αναμονή της ενεργοποίησης των δύο σχεδίων κρατικών υποβοήθησης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Το υπουργείο Οικονομικών, κινούμενο σε ένα ασταθές διεθνές χρηματοοικονομικό περιβάλλον, δεν κατάφερε να προχωρήσει σε έκδοση νέου ομολόγου τον Μάιο, καθώς το κλίμα στις αγορές θεωρήθηκε απαγορευτικό για μια τέτοια κίνηση. Η απόδοση του 10ετούς κρατικού τίτλου, μετά την εξαγγελία παροχών από την κυβέρνηση, ξεπέρασε εκ νέου το 3,50%, για να υποχωρήσει στα επίπεδα του 3,30% τις τελευταίες ημέρες. Ωστόσο, το οριστικό ξεκλείδωμα των αγορών προϋποθέτει επίπεδα χαμηλότερα του 3%.

Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες, η εξυγίανση των οποίων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας και των ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ, θα προχωρήσουν τους επόμενους μήνες σε σημαντικές συναλλαγές στα προβληματικά χαρτοφυλάκια, ενώ θα ανακοινώσουν τους επικαιροποιημένους σχεδιασμούς τους για την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων.

Συγκεκριμένα, η Eurobank έχει μπει στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων – μαμούθ ύψους 9,5 δισ. ευρώ και την πώληση της θυγατρικής της στη διαχείριση των επισφαλειών, ανοίγοντας τον δρόμο για την επαναφορά των δεικτών καθυστερήσεων σε μονοψήφια επίπεδα.

Από την άλλη πλευρά, στην αγορά αναμένουν με αμείωτο ενδιαφέρον τις ανακοινώσεις των νέων πλάνων μείωσης των κόκκινων δανείων από την Τράπεζα Πειραιώς και την Alpha Bank. Η πρώτη ανακοίνωσε την περασμένη Παρασκευή ότι εξετάζει σειρά επιλογών σχετικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων στοιχείων ενεργητικού, στο πλαίσιο υλοποίησης της στρατηγικής και των εποπτικών δεσμεύσεών της. Η διοίκηση της Alpha Bank αναμένεται να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο θα κινηθεί στο μέτωπο των επισφαλειών με την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του α’ τριμήνου του 2019 αυτήν την εβδομάδα.

Τέλος, η Εθνική Τράπεζα έκανε γνωστό στην επενδυτική κοινότητα το σχέδιο μετασχηματισμού της, το οποίο προβλέπει με ορίζοντα το 2022 τη μείωση των κόκκινων ανοιγμάτων κοντά στο 5% κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων / πωλήσεων χαρτοφυλακίων και θεραπείας δανείων μέσω ρυθμίσεων.

Οι τραπεζικές διοικήσεις πάντως βρίσκονται σε στάση αναμονής, καθώς ακόμη δεν έχει βγει «λευκός καπνός» από τις Βρυξέλλες για την ενεργοποίηση των σχεδίων κρατικής ενίσχυσης του κλάδου για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ο λόγος γίνεται για το πλάνο του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), που παρέχει κρατικές εγγυήσεις για την τιτλοποίηση με καλύτερους όρους κόκκινων ανοιγμάτων έως και 15 δισ. ευρώ, και για το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος, που προβλέπει τη μεταφορά επισφαλειών έως 40 δισ. ευρώ και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις 7,50 δισ. ευρώ σε όχημα ειδικού σκοπού.