Το φαινόμενο της πολύ χαμηλής γονιμότητας δεν είναι καινούργιο, ούτε αποκλειστικά ελληνικό. Από τη δεκαετία του '90 κιόλας σε ολόκληρη την Ευρώπη υπήρξε μια σημαντική πτώση του δείκτη γονιμότητας - στα τέλη της, μάλιστα, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία καμία χώρα της ΕΕ δεν είχε γονιμότητα πάνω από 2 παιδιά ανά γυναίκα.
Αυτό ήταν ένα σημαντικό στοιχείο καθώς το «όριο αναπλήρωσης» κάθε γενεάς είναι τα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Αν μια κοινωνία δεν πιάνει αυτόν τον μέσο όρο, αναπόφευκτα εξαρτάται από άλλους παράγοντες για να μη δει τον πληθυσμό της να μειώνεται (συγκεκριμένα την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και τη μετανάστευση). Για παράδειγμα, αν οι άλλοι παράγοντες μείνουν σταθεροί, μια κοινωνία με δείκτη γονιμότητας στο 1,5 παιδί ανά γυναίκα θα δει τον πληθυσμό της να μειώνεται στο μισό σε 65 χρόνια.
Στη χώρα μας, από τα τέλη της δεκαετίας του '80 κιόλας, ο δείκτης γονιμότητας είναι σταθερά κάτω από το 1,5, ενώ το 2016 είχε φτάσει τα 1,38 παιδιά ανά γυναίκα. Οι ίδιες κοινωνικές αλλαγές που είχαν τα ίδια αποτελέσματα και στις άλλες κοινωνίες και επιπλέον και η μεγάλη οικονομική κρίση των τελευταίων χρόνων επηρέασαν δραματικά τις γεννήσεις και εδώ. Πλέον τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία. Πια μόνο στην Κρήτη και στα νησιά του Νότιοι Αιγαίου γεννιούνται περισσότεροι από όσους πεθαίνουν. Από το 2011, δεδομένης και της μετανάστευσης χιλιάδων Ελλήνων στο εξωτερικό, για πρώτη φορά ο πληθυσμός της χώρας μας μειώνεται.
Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων πλέον φτάνει τα 44 έτη (από 39 το 2000 και 30 το 1960). Οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο τους παιδί κατά μέσο όρο στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016, από 28,8 το 2008). Σχεδόν μία στις τρεις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών και μία στις τέσσερις από γυναίκες ηλικίας 35-39 ετών. Στην Ελλάδα, δε, εμφανίζεται και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%). Αυτή η αναβολή της τεκνοποίησης και της απόκτησης του πρώτου παιδιού πολύ φυσιολογικά μειώνει τις πιθανότητες απόκτησης και δεύτερου ή τρίτου παιδιού.
Στη νέα έρευνα που δημοσίευσε πρόσφατα η διαΝΕΟσις (και υπάρχει διαθέσιμη στο dianeosis.org) ερευνητές από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών μελέτησαν το φαινόμενο στην Ελλάδα, ανέλυσαν πολιτικές που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες και κατέληξαν σε μια σειρά από πολιτικές που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στη δική μας.
Οπως αναλύεται διεξοδικά στην έρευνα, οι πολιτικές για τη γονιμότητα και τη στήριξη της οικογένειας κατά κανόνα ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
1) Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών.
2) Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής.
3) Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή.
Υπάρχουν χώρες που υλοποιούν αποτελεσματικές πολιτικές και στους τρεις άξονες. Σε αυτές, οι αλλαγές αντικατοπτρίζουν τις κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία και δεν προσπαθούν να τις αντιστρέψουν. Στη Σουηδία για παράδειγμα (που έχει δείκτη γονιμότητας 1,85) «η οικογενειακή πολιτική ποτέ δεν έχει κατευθυνθεί στοχευμένα στην ενθάρρυνση της τεκνοποίησης», γράφουν οι ερευνητές, «αλλά αντίθετα αποσκοπεί στην ενίσχυση της πρόσβασης των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην προώθηση της ισότητας των φύλων». Αντίθετα, στη Γερμανία και στην Αυστρία, όπου οι δαπάνες για οικογενειακή πολιτική ήταν πάντα από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, τα αποτελέσματα μέχρι πρόσφατα αποδεικνύονταν πενιχρά, ακριβώς επειδή οι πολιτικές τους απευθύνονταν κυρίως σε πιο παραδοσιακές μορφές οικογένειας, την ώρα που και εκεί αυξάνονταν οι μονογονεϊκές οικογένειες και η γυναικεία απασχόληση.
Σε χώρες της Νότιας Ευρώπης όπως η δική μας, δε, το μείγμα πολιτικών είναι κατά κανόνα και πενιχρό σε δημόσιες δαπάνες και επιδόματα και ταυτόχρονα προσφέρει περιορισμένη στήριξη στα εργαζόμενα μέλη της οικογένειας - και ειδικά στις μητέρες.
Σε ποια κατεύθυνση πρέπει να κινηθούμε; Γενικά τα μέτρα οικογενειακής πολιτικής πρέπει μεν σε γενικές γραμμές να στοχεύουν στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος, αλλά πρέπει ταυτόχρονα και να στηρίζουν την καριέρα των γονέων, ώστε να ελαχιστοποιούν τις οικονομικές και επαγγελματικές θυσίες που καλούνται να κάνουν και, ως εκ τούτου, να τους διευκολύνουν να πάρουν την απόφαση - και μάλιστα όσο νωρίς επιθυμούν οι ίδιοι. Επιπλέον, όπως έχει δείξει και έρευνα της διαΝΕΟσις για την προσχολική αγωγή, το ποσοστό των παιδιών που έχουν πρόσβαση σε βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς στη χώρα μας είναι απελπιστικά χαμηλό. Μόνο το 55,6% των παιδιών ηλικίας 3-5 και το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών βρίσκονται σε τέτοιες δομές, ποσοστά που απέχουν πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτά τα ποσοστά είναι απαραίτητο να αυξηθούν σημαντικά.
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψη, η έρευνα της διαΝΕΟσις καταλήγει σε μια δέσμη προτάσεων η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί, την καθιέρωση ενός πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2.000 ευρώ ανά παιδί) και την ενίσχυση επιδομάτων τοκετού. Ενθαρρύνονται τόσο η ένταξη της μητέρας στην αγορά εργασίας και η παραμονή της σε αυτήν, όσο και η ενεργός συμμετοχή του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού ή των παιδιών. Προτείνεται ακόμα η διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η υποστήριξη των δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών σταθμών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών (που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών), αλλά και η εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά).
Προτείνεται, εξάλλου, η δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.
Κάποια από αυτά τα μέτρα βρίσκονται στον δημόσιο διάλογο εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ποτέ δεν έχουν εφαρμοστεί ή, έστω, δοκιμαστεί. Πολλά έχουν δημοσιονομικό κόστος. Ολα είναι «δύσκολα» για την πολιτική μας πραγματικότητα, καθώς θα φέρουν αποτελέσματα πολύ μετά το κλείσιμο ενός εκλογικού κύκλου. Ωστόσο, η ανάγκη σχεδιασμού και υλοποίησης μιας εθνικής στρατηγικής για την υλοποίηση του φαινομένου είναι απαραίτητη και επιτακτική.
Ο Θοδωρής Γεωργακόπουλος είναι διευθυντής περιεχομένου διαΝΕΟσις