Είναι κοινή ομολογία ότι το ιταλικό μυθιστόρημα περνάει μια παρατεταμένη περίοδο άνθησης στην ευρωπαϊκή βιβλιοπαραγωγή – και μάλιστα ανεξάρτητα από την επιτυχία που σημειώνει μεμονωμένα η «Τετραλογία της Νάπολι» της Ελενα Φεράντε (από τις εκδόσεις Πατάκη). Ανάμεσα στους συγγραφείς που ξεχωρίζουν είναι σίγουρα η Ντονατέλα ντι Πιετραντόνιο, με τα βασικά συστατικά της γραφής της να εκπορεύονται από τον γενέθλιο τόπο της, την ορεινή περιφέρεια Αμπρούτσο. Η περιοχή συνορεύει ανατολικά με την Αδριατική και δυτικά με τα Απέννινα. Και όπως συνηθίζει να λέει η συγγραφέας, μεγάλωσε σ’ ένα χωριό χωρίς αμαξιτούς δρόμους και χωρίς ρεύμα, όπου όλοι δούλευαν είτε ως αγρότες είτε ως βοσκοί. Η Ντονατέλα ντι Πιετραντόνιο έχει γράψει τρία μυθιστορήματα και όλα έχουν βραβευτεί: «Η μητέρα μου είναι ένας ποταμός» (βραβείο Premio Tropea), «Ομορφή μου» (βραβείο Premio Brancati), ενώ η «Αρμινούτα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, κέρδισε ένα από τα σημαντικότερα βραβεία της ιταλικής λογοτεχνίας, το Premio Campiello.

Το κύριο μυθοπλαστικό ενδιαφέρον της Ντι Πιετραντόνιο κατευθύνεται σε μέλη οικογενειών τα οποία μεγαλώνουν, χειραφετούνται ή φεύγουν από την περιοχή του Αμπρούτσο. Γυναίκες ως επί το πλείστον, η δύσκολη ζωή των οποίων επιφυλάσσει κομβικά διλήμματα τα οποία καλούνται να υπερκεράσουν ή να αποδεχτούν. Ο τίτλος «Αρμινούτα» είναι παρατσούκλι που δίνεται στην έφηβη πρωταγωνίστρια του βιβλίου και σημαίνει «εκείνη που έχει δοθεί ή έχει γυρίσει πίσω». Οχι ερωτικά, αλλά σε άλλη οικογένεια ή σε άλλον τόπο. Πράγματι η νεαρή ηρωίδα έχει δύο οικογένειες και ουσιαστικά δεν έχει καμία. Οι εύποροι γονείς που την είχαν υιοθετήσει, με δικαιολογία πως η μητριά πάσχει από σοβαρή ασθένεια, τη δίνουν πίσω στους βιολογικούς γονείς της. Με μια βαλίτσα στο χέρι γεμάτη από τα υπάρχοντα της, και κυρίως παπούτσια, το μικρό κορίτσι φεύγει από ένα σπίτι όπου είχε όλες τις ανέσεις, το σχολείο και τους φίλους της, για να καταφτάσει σ’ ένα ορεινό χωριό που μοιάζει αρχικά με σεληνιακό τοπίο.

Οπως μας μεταφέρει η μεταφράστρια του βιβλίου Δήμητρα Δότση, η συγγραφέας εμπνεύστηκε το μυθιστόρημα ως εξής: «Μικρή άκουγα τους μεγάλους να μιλάνε για κάποια παιδάκια τα οποία οι φτωχές, πολυπληθείς οικογένειες έδιναν σε άτεκνα ζευγάρια ώστε να τα μεγαλώσουν. Το μυθιστόρημά μου γεννήθηκε από τη θύμηση αυτών των ιστοριών και από το ενδιαφέρον μου για τα θέματα της μητρότητας και της σχέσης μητέρας – κόρης». Σημειωτέον πως ο νόμος περί υιοθεσίας περνάει στην Ιταλία το 1983. Με επίκεντρο τη βάναυση σχέση με τη βιολογική της μητέρα (μια ουσιαστικά παντελώς άγνωστη γυναίκα), η Αρμινούτα προσπαθεί να προσαρμοστεί σ’ ένα αποξενωμένο για την ίδια περιβάλλον, εντός πολυμελούς οικογένειας, και να συνάψει δεσμούς ανάγκης, παρηγοριάς, συμπόνιας και έρωτα.

Ταυτότητες

Η έννοια του ανήκειν αποτελεί – και – για τη σύγχρονη λογοτεχνία ζωτικό σημείο επαναπροσδιορισμού των ανθρωπίνων σχέσεων, μέσα στο πλαίσιο των νέων κοινωνιών που αναδιαμορφώνονται συνεχώς και αδιαλείπτως. Αυτή η κίνηση προς τα εμπρός δεν μπορεί, όμως, να μην περιλαμβάνει τις αρχέγονες δομές της παραδοσιακής κοινότητας. Τουλάχιστον σε επίπεδο κατανόησης. Η φτώχεια και η απομόνωση αποτελούν δύο βασικούς άξονες που διαμορφώνουν τις σχέσεις και το εθιμικό δίκαιο περιοχών που βρίσκονται εκτός πλαισίου ανάπτυξης. Η συγγραφέας δίχως κανένα ίχνος διδακτισμού μεταφέρει την ηρωίδα της στις «ρίζες» για να μάθει την έννοια της επανεκκίνησης. Μέσα σ’ ένα αρχαϊκό περιβάλλον η Αρμινούτα θα επιχειρήσει να φτιάξει τον κόσμο της από την αρχή. Σε άλλη βάση και με καινούργια μορφολογία, θα προσπαθήσει να βρει τον δρόμο της. Γύρω της μαίνεται μια δυνατή μάχη από πειρασμούς, στοργή και βία. Το νεαρό κορίτσι θα τα αντιμετωπίσει όλα αυτά κατά πρόσωπο, με τις κακουχίες να μην την αφήνουν στιγμή ήσυχη και χωρίς ιεραρχικούς αποκλεισμούς. Η λαχτάρα για τη μητέρα θα κρέμεται πάνω της σαν κλεμμένο μενταγιόν. Οπως καταλήγει η Δήμητρα Δότση: «Η μητέρα της συγγραφέως ήταν η μόνη σπουδαγμένη του χωριού. Ενα από τα πράγματα που τη στιγμάτισαν ως παιδί ήταν η απουσία της μητέρας της που όλη μέρα δούλευε στα χωράφια. Οι αγαπημένοι της συγγραφείς είναι η Αγκότα Κριστόφ, ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες και η Μαργκερίτ Γουρσενάρ».

Η γλώσσα

«Αφαιρεί δίχως να περισσεύει τίποτα»

Η γλώσσα της Ντονατέλα ντι Πιετραντόνιο περιέχει ψυχικές φορτίσεις, ενώ παράλληλα σκιαγραφεί το κιαροσκούρο της εφηβείας. Εκεί όπου το αδιέξοδο συναντά την ελπίδα. Η Δήμητρα Δότση εξηγεί πώς προσέγγισε το μυθιστόρημα από τη δική της πλευρά, μεταξύ συγγραφέως και αναγνωστικού κοινού: «Με την «Αρμινούτα», αυτό το σύντομο βιβλίο που ξεχειλίζει συναίσθημα, χωρίς ωστόσο να επιδιώκει στιγμή τη συγκινησιακή φόρτιση του αναγνώστη, η συγγραφέας χρησιμοποιεί μια γλώσσα λιτή, στεγνή, φαινομενικά ασκητική, κοφτερή σαν μαχαιριά. Μια γλώσσα που προτιμά να αφαιρεί, προσδίδοντας έτσι μεγαλύτερη ένταση στο κείμενο, δίχως να περισσεύει τίποτα. Γλώσσα απέριττη και τραχιά σαν το Αμπρούτσο, αυτόν τον τόπο που επέλεξε η Ντι Πιετραντόνιο να συνεχίσει να ζει αλλά και να ξεδιπλώνει τις ιστορίες της, δίνοντάς του υπόσταση ενός ακόμη αφηγηματικού ήρωα». Ανάμεσα σε δύο κόσμους, όπου ο ένας έχει τη μορφή της αχνής ανάμνησης και ο άλλος περιγράφει με αδρές γραμμές το σοκ της αφύπνισης που επιφέρει η απότομη ενηλικίωση, το νεαρό κορίτσι αναζητεί μετ’ επιτάσεως την ταυτότητά του.

Ντονατέλα Ντι Πιετραντόνιο

Αρμινούτα

Μτφ. Δήμητρα Δότση, εκδ. Ικαρος, σελ. 216

Τιμή: 13, 30 ευρώ