Πρόσφατα ο Poka Yio, καλλιτέχνης, επιμελητής εκθέσεων, ένας από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής διοργάνωσης Μπιενάλε Αθήνας, ξεκίνησε στη διάρκεια των μαθημάτων του στη Σχολή Καλών Τεχνών να εκπαιδεύει τους σπουδαστές του στην απενοχοποίηση. Με φράσεις – κλειδιά δανεισμένες από το μάρκετινγκ και την πρακτική συμβουλευτικής επιχειρήσεων τους προτρέπει «Σχεδιάστε το μέλλον σας». Αλλωστε ο ίδιος παράλληλα με την επιμέλεια καλλιτεχνικών συμβάντων (όπως την πρόσφατη Μπιενάλε «ΑΝΤΙ») δουλεύει ως σύμβουλος στρατηγικής ανάπτυξης εταιρειών, αλλά και ως εκπαιδευμένος ακροατής όσων αναζητούν έναν προπονητή ζωής.

«Στρατηγική, κονσάλτινγκ, κόουτσινγκ… Στο κονσάλτινγκ σε πληρώνουν να είσαι η συνείδησή τους. Δεν χαϊδεύω τους πελάτες, λέω τη γνώμη μου. Το κόουτσινγκ είναι η τέχνη τού να ακούς, να μιλάς πολύ λίγο και με ισχυρές ερωτήσεις προς τον πελάτη σου πρέπει να του βγάλεις τα πάντα. Οι ερωτήσεις με καλώς εννοούμενη ευθύτητα δεν είναι αδιάκριτες. Προκύπτουν από τη διαδικασία της συζήτησης, έχει να κάνει με στόχους που πρέπει να τους βρεις και να τους επιτύχεις. Εχω στελέχη, αλλά και καθημερινούς ανθρώπους που θέλουν να νιώσουν γεμάτοι και προπονούνται στο να αισθάνονται καλά».

Καλές τέχνες και ψηφιακές μορφές τέχνης ήταν η μαγιά των σπουδών του στην ΑΣΚΤ. Η πειραματική μουσική του συγκροτήματος Ilios προστίθεται στις δραστηριότητες του βιογραφικού του. Ισως όμως το πιο ξεχωριστό έργο του να είναι το όνομά του. Ο κατά κόσμον Πολύδωρος Καρυοφύλλης διαθέτει πλεονάσματα περιπαικτικής διάθεσης ώστε εύκολα να αναιρεί τις προθέσεις του. Η παραγγελία του για ζεστή σοκολάτα – και όχι καφέ – στο New Hotel είναι ενδεικτική για τη σημασία που δίνει στην ποικιλία των ατομικών επιλογών.

ΟΝΟΜΑ ΚΑΡΤΟΥΝ. «Το Poka Yio το χρησιμοποιώ για να με γνωρίσουν οι πελάτες μου, αλλά και ο κόσμος της τέχνης. Ξέρουν ότι είμαι και τα δύο. Προέκυψε καθώς μαζευόταν υλικό σε μια περίοδο που δούλευα με τον εαυτό μου, όπως συμβαίνει με όλους τους καλλιτέχνες, αλλά ένιωθα ότι γινόταν τραυματικό. Περφόρμανς και διάφορα τέτοια. Σκέφτηκα να το βγάλω μπροστά μου, να δω αυτό το προσωπικό υλικό σαν έργο και πως συνομιλώ μαζί του. Ηθελα να φτιάξω ένα όνομα παιχνιδιάρικο, χωρίς καταγωγή και φύλο. Ονομα μη σοβαρό. Εφτιαξα ένα όνομα το οποίο θα το κοιτάζω και θα βλέπω ένα καρτούν. Η καλλιτεχνική ζωή έχει κάτι το τραγικό: μοναξιά, βάρος, καταθλιπτικές περιόδους, υπαρξιακή αγωνία. Τα έχω περάσει λίγο όλα αυτά. Η τέχνη το κάνει πιο έντονο. Να φτιάξω μια παρακαταθήκη που θα είναι κάτι το αστείο που θα μου θυμίζει να μη με παίρνω στα σοβαρά. Η επινόηση αυτού του ονόματος ήταν ένα μάθημα που έβαλα για τον εαυτό μου του μέλλοντος».

Ο προσηλωμένος στην τέχνη Poka Yio γίνεται «Καλοτεχνίτης», αλλά το 2004 τυχαία όπως λέει άρχισε να ασχολείται με τις νέες τεχνικές ανάπτυξης εταιρικής ταυτότητας και στη συνέχεια αυτοβελτίωσης. Αλλωστε η νέα εποχή των κατακερματισμένων ευθυνών προτρέπει κάθε νέο άνθρωπο να δοκιμάζει εναλλαγές επαγγελματικών ρόλων. Και ο καλλιτέχνης με το όνομα καρτούν φαίνεται ότι ήθελε να αποδομήσει το κύρος των golden boys που κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρα. «Ο πατέρας μου δούλευε σε πολυεθνική και ανέπτυξα περιέργεια γι’ αυτόν τον κόσμο των εταιρικών κοινοτήτων. Γυαλιστερά έντυπα, η ιδιαίτερη γλώσσα τους, τα γραφικά που χρησιμοποιούσαν στην επικοινωνία. Είχα όμως και μια αμφίθυμη σχέση επειδή ταλαιπωρήθηκε πολύ ο πατέρας μου σε αυτό το περιβάλλον. Το πιο βασικό από όλα βρίσκεται στο ότι όταν ένιωθα ότι ο πολύς κόσμος κάνει κάτι, ασυναίσθητα έκανα το αντίθετο. Στην Καλών Τεχνών όταν ήμουν σπουδαστής ο κόσμος εκεί έβριζε τις εταιρείες. Το ίδιο συμβαίνει, θα μου πεις, και τώρα. Στράφηκα λοιπόν στην άλλη κατεύθυνση. Είναι η ισορροπία των αντιθέτων. Βαθαίνει τη δουλειά σου αυτό και σε απελευθερώνει από στεγανά και ιδεοληψίες. Οτιδήποτε έχω κάνει τα τελευταία χρόνια το μαθαίνω και το εφαρμόζω από το αντίθετό του. Ιδιαίτερα τα εργαλεία της επικοινωνίας . Μαθαίνεις να καταλαβαίνεις το κοινό σου και αυτό δεν είναι κάτι που το έχουν ως προτεραιότητα οι καλλιτέχνες».

Ιδιαίτερα σήμερα που το κοινό δεν φαίνεται να μπορεί να παρακολουθήσει τη σύγχρονη τέχνη στο νόημά της και στα έργα της. «Εχει να κάνει με το περιτύλιγμα. Για παράδειγμα το μουσείο είναι το πακέτο για την τέχνη». Στη στροφή της αλληγορικής συνομιλίας μας για την τέχνη μιλάμε για υλικά συσκευασίας και είδη δώρων, φιόγκους και κορδέλες. «Αν μας χαρακτηρίζει κάτι είναι οι τίτλοι μας στις Μπιενάλε της Αθήνας που δώσαμε τα τελευταία χρόνια. Αν βάλεις ένα απόσπασμα από τον Ζιλ Ντελέζ και περιμένεις ότι ο κόσμος θα συνομιλήσει μαζί του είναι σαν να του έχεις πει «φύγε». Οπότε οι τίτλοι λειτουργούν σαν επαγγελματική κάρτα: να ποιος είμαι. Δεν το κάνεις λαϊκίστικα. Οταν βάλεις την πρόταση και τον τίτλο που έχεις σκεφτεί και θέλεις να το αποστάξεις, φτάνεις σε ένα σφηνάκι. Επομένως πες αυτό το σφηνάκι, τι το θέλεις το υπόλοιπο, να τον μπερδέψεις; Θες να τους πεις ότι ζούμε σε έναν κόσμο αντιθέσεων και μεγάλης αντίδρασης; Πες το «ΑΝΤΙ» και να το κάνει δικό του».

Οπως και το είπαν… Το έκανε ο κόσμος δικό του αυτόν τον τίτλο της έκθεσης που για λίγους μήνες ενεργοποίησε με έργα και επισκέπτες, τα κενά κτίρια του ξενοδοχείου Εsperia και του ΟΤΕ στην οδό Σταδίου; Ο Poka Yio απολαμβάνει το ρόφημά του, δοκιμάζει τη συνοδευτική λιχουδιά, σκέφτεται πριν απαντήσει για το αποτέλεσμα του «ΑΝΤΙ» ως δυνατό, φασαριόζικο σύμπαν όπου αισθητική φαίνεται ως εξαφανισμένο είδος.

ΜΕ ΚΑΜΒΑ ΤΑ MEDIA. «Δεν ήταν δοκιμιακή έκθεση, φτιαγμένη με τον αριστερό λωβό του εγκεφάλου μας. Καθόλου. Αισθησιακό ήταν, αλλά πέρα από το όμορφο. Σκοπός μας ήταν, ας το πούμε έτσι, η έξαρση των φλεγμονών. Αν ανοίξεις τώρα στο κινητό σου το timeline σου θα δεις να συμβαίνει ακριβώς αυτό. Ο οργανισμός μας τώρα πια έχει συνηθίσει αυτή την υπερδιέγερση εναλλαγής πληροφοριών τύπου «τραγωδία – γατάκι – τραγωδία – μουσικό τραγούδι – ακρωτηριασμένες φώκιες – πλανήτης που τελειώνει – η  κυβέρνηση συγκάλυψε το τάδε σκάνδαλο» κ.λπ. Δεν είναι κάτι διαφορετικό αυτό που είδαμε στην έκθεση της φετινής Μπιενάλε. Νομίζω ότι οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν θεωρούν πως τα μίντια είναι ο καμβάς τους. Ξεκινάνε όλα τα έργα από την αντίληψη πως ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο. Ακόμα και το γλυπτό της Ιβάνα Μπάζιτς για παράδειγμα που έκανε ένα σώμα σαν Αλιεν, θα το έκανε αν δεν είχε δει την ταινία επιστημονικής φαντασίας; Η εκκίνησή του μπορεί να θυμίζει την Πιετά του Μικελάντζελο, αλλά θα το είχε κάνει έτσι αυτό το σώμα αν δεν υπήρχε το Χόλιγουντ; Είναι επί ίσοις όροις. Είναι καλλιτέχνες που ανήκουν στη γενιά των digital natives (30 ετών) που μεγάλωσαν ψηφιακά, με πολυπλοκότητα στη γλώσσα τους και μοιάζει όπως όταν ακούς τους Αμερικάνους και λες με τον εαυτό σου πιάνω λίγο το χιούμορ τους, τη γλώσσα την ξέρω και όμως έχουν πολλά πράγματα που δεν το καταλαβαίνω στην ολότητά του αυτό το χιούμορ. Σαν αναφορά τους να είναι οι Καρντάσιανς. Υπάρχει κάτι πέρα από το μου αρέσει – δεν μου αρέσει, που σε «τερματίζει» μόνο με την ορμή και τον όγκο του, χωρίς να σε παρασύρει στη δράση του να δεις λεπτομέρειες. Πρέπει να δεις πέντε χρόνια τη σειρά, για να καταλάβεις τι συμβαίνει. Είναι όμως μία άλλη γλώσσα και τη βλέπεις από περιέργεια. Θα ήθελα να ήμουν σε έναν παράλληλο κόσμο ο σημερινός Ρολάν Μπαρτ. Τι θα είχες να πεις για αυτούς, να το αναλύσεις σημειολογικά;».

ΤΑΓΑΡΙ ΑΠΟ ΤΟ ΨΥΧΙΚΟ. Κοινή μας παραδοχή είναι η αφοσίωση στον εντοπισμό του μηνύματος που δείχνουν οι εικόνες. Συζήτηση για διαφημίσεις σε περιοδικά, διαφορές ανάμεσα στους συμβολισμούς της μόδας, η πόζα του παγονιού στους Ιταλούς, η σημασία στη φόρμα, το άχρονο συνονθύλευμα. «Στην Αθήνα με την κρίση άρχισε να επικρατεί το «boho ταγάρι από το Ψυχικό». Δε μου αρέσει αυτό. Χάσαμε κάτι με αυτήν την ώσμωση του πάνω και κάτω. Από τη στιγμή που οι γυναίκες στρίβουν το τσιγάρο τους, ήρθε το ορθοπεδικό σανδάλι, το πλατύποδο μποτάκι με το γουνάκι και εξαπλώθηκε λοιπόν το χύμα. Ακούγομαι σούπερ συντηρητικός τώρα, αλλά κάτι χάσαμε από φινέτσα. Αν είσαι πραγματικά μποέμ και γλείφεις το χαρτί με φιλήδονο τρόπο, τότε ξαφνικά αναστατώνεις τον κόσμο γιατί σπας μια αστική συνθήκη. Να δω μία κυρία που το κάνει και γνωρίζοντας την καταγωγή της να θεωρείται το μαύρο πρόβατο της τάξης της, τότε φαίνεται διανοούμενη και αληθινή. Αν όμως πας στο Ψυχικό και όλοι συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο, τότε αναρωτιέσαι για αυτό που βλέπεις».

Ο κύκλος για τον Poka Yio – Πολύδωρο Καρυοφύλλη κλείνει. Ο,τι ακολουθούν οι πολλοί προκαλεί τις εσωτερικές του άμυνες να το αποφύγει. Συναγερμός και απομάκρυνση. Ξανά. «Εχει να κάνει με το ότι οι κώδικες εκλείπουν. Η όμορφα ντυμένη γυναίκα πρέπει να παραμείνει ένα πλάσμα διαφορετικό. Παπαδιά με Μπράιαν Φέρι ύφος δεν μου αρέσει. Νομίζω ότι αυτό το μαυροντυμένο πλήθος έχει την καταγωγή του από το περιβάλλον του Παπαδιαμάντη. Ολοι και όλες φέρουν μία γιαγιά του χωριού με τη μαντίλα σε μία εκδοχή εαυτού 50 χρόνια νεότερου».