«Εδώ μέσα βρωμάει σαν Brexit!». Ισως δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να περιγράψει κανείς το μπάχαλο που επικρατεί στη Βρετανία, μια χώρα που κάποτε φημιζόταν για την πολιτική της σταθερότητα, αλλά σήμερα είναι βυθισμένη στο χάος. Η ατάκα ειπώθηκε από έναν Αγγλο γύρω στα τριάντα το βράδυ της Τρίτης, λίγα λεπτά μετά τη συντριβή της κυβέρνησης στη Βουλή των Κοινοτήτων, μέσα στην τουαλέτα της ιστορικής παμπ St Stephen’s Tavern στο Ουέστμινστερ, που από το 1875 σερβίρει μπίρες σε βουλευτές, υπουργούς και πρωθυπουργούς, μεταξύ τους ο Τσόρτσιλ και ο ΜακΜίλαν. Ναι, η οσμή αποχωρητηρίου ταιριάζει απόλυτα στο Brexit. Η Τερίζα Μέι είναι αυτή που έχει αναλάβει να κάνει τη βρώμικη δουλειά – να βγάλει τη χώρα από την ΕΕ – με ιλαροτραγικά, έως τώρα, αποτελέσματα. Η συμφωνία της για το Brexit ήταν ομολογουμένως κακή. Ποια συμφωνία, όμως, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «καλή» από ένα κατακερματισμένο Κοινοβούλιο – άλλοι υποστηρίζουν το σκληρό Brexit, άλλοι το μαλακό και άλλοι την παραμονή στην ΕΕ – στο οποίο η συναίνεση αποτελεί άγνωστη λέξη;

Ουδείς γνωρίζει πώς θα τελειώσει αυτή η ιστορία που έχει ανοίξει βαθιές πληγές στη Βρετανία. Η Μέι άρχισε προχθές συνομιλίες με την αντιπολίτευση με σκοπό – υποτίθεται – να καταλήξει σε ένα κοινά αποδεκτό σχέδιο για το Brexit. Ωστόσο, η «κίνηση καλής θέλησης» γρήγορα εξελίχθηκε σε παρωδία: οι Εργατικοί αρνούνται τον διάλογο εάν η βρετανίδα πρωθυπουργός δεν αποκλείσει το ενδεχόμενο εξόδου χωρίς συμφωνία (no deal), αίτημα που διατυπώνουν επίσης οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες και το SNP, οι οποίοι θέτουν και θέμα δεύτερου δημοψηφίσματος. Η Μέι, όμως, απορρίπτει και τα δύο ενδεχόμενα. Αντ’ αυτού, φέρεται αποφασισμένη να συνεχίσει να επιδιώκει αλλαγές στη συμφωνία του Brexit (ζητεί από τις Βρυξέλλες να μπει ημερομηνία λήξης στο backstop, την ασφαλιστική δικλίδα για την αποφυγή σκληρών συνόρων στην Ιρλανδία) με στόχο να πείσει τους 118 αντάρτες του κόμματός της και τους 10 βουλευτές του βορειοϊρλανδικού DUP να την υπερψηφίσουν. Ωστόσο, η ΕΕ δεν φαίνεται πρόθυμη να κάνει μια τέτοια παραχώρηση.

Μια άλλη λύση θα ήταν η κυβέρνηση να στραφεί προς το μαλακό Brexit, δηλαδή την παραμονή της Βρετανίας στην τελωνειακή ένωση ή/και την ενιαία αγορά. Εικάζεται ότι αυτό θα έπειθε αρκετούς βουλευτές της αντιπολίτευσης να στηρίξουν τη συμφωνία. Ωστόσο, η Μέι το απορρίπτει, τουλάχιστον επί του παρόντος, καθώς θα προϋπέθετε αποδοχή της ελεύθερης μετακίνησης ευρωπαίων πολιτών και θα αφαιρούσε από τη Βρετανία το δικαίωμα να συνάπτει εμπορικές συμφωνίες με άλλα κράτη. Αμφότερα συνιστούν κόκκινες γραμμές για τους Brexiteers. Αν παραβιαστούν, υπουργοί και βουλευτές των Τόρις έχουν απειλήσει με μαζικές παραιτήσεις. «Η πρωθυπουργός έχει καταστήσει σαφές ότι η δυνατότητα να μπορούμε να ασκούμε ανεξάρτητη εμπορική πολιτική είναι πολύ σημαντική. Πρέπει να είμαστε σε θέση να συνάπτουμε τις δικές μας εμπορικές συμφωνίες με ολόκληρο τον κόσμο» δήλωσε στα «ΝΕΑ» ο εκπρόσωπος της Τερίζα Μέι.

Η βρετανίδα πρωθυπουργός αναμένεται να γνωστοποιήσει τις προθέσεις της μεθαύριο στη Βουλή. Εκεί, όμως, ορισμένοι βουλευτές θα επιχειρήσουν να πάρουν στα χέρια τους την τύχη του Brexit, καταθέτοντας τροπολογίες ή προτάσεις νόμων που, εάν υπερψηφιστούν (στις 29 Ιανουαρίου), θα δεσμεύουν την κυβέρνηση να ακολουθήσει εναλλακτικούς δρόμους: μαλακό Brexit, αποφυγή no deal, παράταση της παραμονής στην ΕΕ κ.ά. Το τελευταίο σενάριο φαντάζει όλο και πιο πιθανό, καθώς εκτιμάται ότι ο χρόνος που απομένει έως τις 29 Μαρτίου δεν επαρκεί για να κυρωθεί οποιαδήποτε συμφωνία. Εδαφος κερδίζει και το δεύτερο δημοψήφισμα (το ζητούν, πλέον, τουλάχιστον 70 βουλευτές των Εργατικών και 10 των Συντηρητικών). Ωστόσο, η πλειοψηφία των βουλευτών εξακολουθεί να το απορρίπτει, ιδίως όσο ο Τζέρεμι Κόρμπιν αρνείται να το υποστηρίξει. Επιπλέον, θεωρείται επιλογή υψηλού ρίσκου, καθώς θα ερμηνευθεί από τους Brexiteers ως «πραξικόπημα». Διχασμένη είναι και η κυβέρνηση: άλλοι υπουργοί τάσσονται υπέρ του no deal, άλλοι επιδιώκουν το μαλακό Brexit. «Η Βρετανία βρίσκεται σε βαθιά πολιτική κρίση. Οι εξελίξεις είναι πρωτοφανείς για το πολιτικό σύστημα μιας χώρας που για πάνω από έναν αιώνα χαρακτηριζόταν από σταθερότητα, συνέχεια και διακομματική συναίνεση στις πιο δύσκολες περιόδους της σύγχρονης Ιστορίας της. Είναι φανερό ότι η βρετανική πολιτική ελίτ δεν μπορεί να διαχειριστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, το οποίο διχάζει όχι μόνο τα κόμματα και τους πολιτικούς, αλλά κυρίως τον βρετανικό λαό» δήλωσε στα «ΝΕΑ» η Χρύσα Λαμπρινάκου, καθηγήτρια Βρετανικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Strathclyde. Εάν το αδιέξοδο συνεχιστεί, πολλοί εκτιμούν ότι η χώρα θα οδηγηθεί σε εκλογές: είτε εάν τις προκηρύξει η Μέι, είτε αν ο Κόρμπιν κερδίσει μια νέα πρόταση δυσπιστίας με τις ψήφους Συντηρητικών βουλευτών που θα έκαναν ανταρσία εάν έβλεπαν ότι η κυβέρνηση κινείται προς ένα Brexit που δεν είναι της αρεσκείας τους.