Συνεχίζει το «οδοιπορικό» του στην εθνική οδό. Αυτό το road movie του Ιανουαρίου κόντρα σε μια σειρά εκπροσώπων της περιφέρειας, που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον του Ολυμπιακού στις εγχώριες διοργανώσεις. Την περασμένη Κυριακή ήταν η Λιβαδειά. Σήμερα τα Γιάννινα και ο τοπικός ΠΑΣ σε μια έδρα που τα τελευταία χρόνια έχει αποδειχθεί μπελάς. Ακολουθεί την Τετάρτη (23/1) η ρεβάνς στο Γεώργιος Καραϊσκάκης με την Ξάνθη για την πρόκριση στους 8 του Κυπέλλου. Την Κυριακή (27/1) είναι η σειρά της Τρίπολης, η μάχη με τον τοπικό Αστέρα. Και ο μήνας κλείνει στο Φάληρο κόντρα στην ΑΕΛ (30/1) για την εξ αναβολής 15η αγωνιστική. Μια περιπέτεια δίχως ανάσα για την ομάδα του Πέδρο Μαρτίνς πριν από τον Φεβρουάριο των ντέρμπι και του Γιουρόπα Λιγκ.

Και ενώ όπως είναι λογικό σε ένα τέτοιο χρονικό σημείο δεν υπάρχει χρόνος για σκέψη, καθώς η δράση δεν το επιτρέπει, στην πραγματικότητα σε ό,τι αφορά το πρωτάθλημα είμαστε ακριβώς στα μισά του δρόμου. Εχουν γίνει τα 15 από τα 30 ματς της Σούπερ Λίγκας. Είναι λοιπόν ευκαιρία για μια σειρά από διαπιστώσεις. Και μάλιστα πολύ ιδιαίτερες. Οχι συνηθισμένες, για να το θέσουμε διαφορετικά.

Το οξύμωρο

Διότι πέρυσι τέτοια εποχή ο Ολυμπιακός ήταν πρώτος αλλά δεν έπειθε κανέναν, ενώ φέτος όντας οκτώ βαθμούς μακριά από την κορυφή και τον πρωτοπόρο ΠΑΟΚ είναι κοινά αποδεκτός ως η ομάδα που παίζει μακράν το καλύτερο ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Πέρυσι με την πρόσληψη του Οσκαρ Γκαρθία και την προσθήκη του Κέβιν Μιραλάς ήθελε να γίνει άλλος στο δεύτερο μισό. Φέτος απλώς περιμένει να συνεχίσει στο μονοπάτι που ο ίδιος χάραξε. Μια ιδιαίτερη αντίθεση. Που φυσικά έχει την εξήγησή της, σε πολλά διαφορετικά επίπεδα.

Για παράδειγμα, μιας και ξεκινήσαμε από τη συγκομιδή των βαθμών, πέρυσι ο Ολυμπιακός έπειτα από 15 αγωνιστικές είχε 32 στο σακούλι του. Φέτος έχει 33, άρα έναν περισσότερο. Η συγκομιδή του ΠΑΟΚ είναι που αλλάζει τα δεδομένα, καθώς πέρυσι τέτοια εποχή η ομάδα του Λουτσέσκου είχε 31 και φέτος 41. Το πώς πήρε ο ΠΑΟΚ αυτούς τους 10 περισσότερους βαθμούς χωρά σαφώς μεγάλη συζήτηση, αλλά σίγουρα δεν είναι της παρούσης. Ο Ολυμπιακός είναι το θέμα. Μια ομάδα που το καλοκαίρι ξεκίνησε από την αρχή, με νέο προπονητή και είκοσι καινούργιους ποδοσφαιριστές στο ρόστερ του. Ενα σύνολο που αν το καλοσκεφτεί κανείς με βάση την έως τώρα εικόνα του θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον πέντε-επτά βαθμούς παραπάνω στη συγκομιδή του. Στο μονότερμα με τον ΠΑΟΚ (23-4 τελικές) που έληξε 0-1 με αυτογκόλ. Στο αντίστοιχο με τον Παναθηναϊκό (21-3) που ολοκληρώθηκε με 1-1, στην αλλοίωση της Ξάνθης (1-1) με τα τρία πέναλτι που δεν δόθηκαν. Ισως και κόντρα στην ΑΕΚ (1-1) στο ΟΑΚΑ με τους Πειραιώτες να χάνουν μια μοναδική ευκαιρία στο φινάλε με τον Φετφατζίδη. Οι βαθμοί δεν λένε την αλήθεια.

Τη βελτίωση των Ερυθρολεύκων βεβαίως την καταλαβαίνουμε ακόμη καλύτερα μπαίνοντας σε αριθμούς ουσίας της αγωνιστικής τους κατάστασης. Πέρυσι στα ματς τους είχαν 12,9 τελικές στην επίθεση. Φέτος είναι πάνω από τις 16 ως μέσο όρο! Την ίδια στιγμή επέτρεπαν 8,1 τελικές στον αντίπαλο ενώ φέτος μόλις 6,4. Η διαφορά πέρυσι σε τελικές επίθεσης και άμυνας ανά ματς ήταν στο 4,8 και φέτος αγγίζει το 10 (9,6). Ο Ολυμπιακός του πρώτου γύρου της σεζόν 2017-18 δέχθηκε 16 γκολ! Φέτος τα μισά (8). Κράτησε το «μηδέν» μόλις τρεις φορές, φέτος το έχει κάνει επτά. Και όλα αυτά ενώ πρόλαβε να προκριθεί και στους 32 του Γιουρόπα Λιγκ προκαλώντας αίσθηση αφήνοντας εκτός ολόκληρη Μίλαν. Ενώ υπήρξε σχεδόν ένας μήνας χωρίς διαθέσιμο σέντερ φορ (με τους τραυματισμούς Χασάν, Γκερέρο, αλλά και του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου που κάποια στιγμή επιστρατεύτηκε σε αυτόν τον ρόλο). Ενώ είναι πολύ πιο δύσκολο να καταδιώκεις και όχι να οδηγείς εσύ τη βαθμολογική κούρσα.

Ο Μαρτίνς

«Η δουλειά έχει αποτέλεσμα. Πριν από 3 μήνες είχαμε άλλη εικόνα. Είμαστε καινούργια ομάδα και το γνωρίζετε αυτό. Ηταν δύσκολο να δείχνουμε από την αρχή αυτό το αποτέλεσμα, αλλά τώρα έχουμε δέσει και βγάζουμε θέαμα και ποιότητα» έλεγε την περασμένη Κυριακή ο Πέδρο Μαρτίνς στη Λιβαδειά όλο καμάρι. Η αίσθησή του είναι πως ο Ολυμπιακός όσο ο καιρός θα περνά θα γίνεται καλύτερος. Αυτός είναι και ο βασικός στόχος. Η επιπλέον βελτίωση παιχνίδι με το παιχνίδι. Οι νίκες. Το καλύτερο δυνατό επίπεδο ποδοσφαίρου. Και το ταμείο στο τέλος. Ο Πορτογάλος δεν ελπίζει. Ποντάρει στη δουλειά που γίνεται από τον περασμένο Ιούνιο. Και το ποντάρισμά του είναι πολύ καλύτερο από ό,τι μαρτυρά ο βαθμολογικός πίνακας.