Τα τελευταία γεγονότα αποκαλύπτουν δυστυχώς, ολοένα και πιο ανάγλυφα, το πόσο προβληματικό είναι το πολιτικό σύστημα που διαμορφώθηκε την περίοδο της κρίσης. Ενώ θα περίμενε κανείς μια βίαια ωρίμαση, συνέβη ακριβώς το αντίθετο: η επικράτηση του καιροσκοπισμού και της ανευθυνότητας, σε προφανή αναντιστοιχία με τις μείζονες προκλήσεις των καιρών.

Τη χειρότερη εικόνα δίνουν βέβαια οι ΑΝΕΛ, η Ενωση Κεντρώων και το Ποτάμι. Πρόκειται για κόμματα που ξεπήδησαν στο όνομα της αντίθεσης με το «παλιό» αλλά δομήθηκαν εξ αρχής με έντονα αρχηγικά – αν όχι ιδιοκτησιακά – χαρακτηριστικά και με εξαιρετικά θολό και αντιφατικό πολιτικό λόγο, με αποτέλεσμα να μην προσφέρουν τελικά τίποτε στην πολιτική μας ζωή. «Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα», όπως λέει η λαϊκή σοφία. Οι δε αρχηγοί τους, αφού σπατάλησαν όλο το πολιτικό τους κεφάλαιο με αλλοπρόσαλλες, ναρκισσιστικές και συχνά φαιδρές πολιτικές συμπεριφορές, επιχειρούν τώρα μάταια να σταματήσουν το φυλλορρόημα και τις «μεταγραφές» των βουλευτών τους, καταφεύγοντας ιδίως σε απίστευτες – και άκρως εξευτελιστικές – πιρουέτες, προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμια της «κοινοβουλευτικής ομάδας» αλλά και τη διαπραγματευτική τους δύναμη.

Ωστόσο, το πρόβλημα αφορά εξίσου και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα. Εχω ήδη αναφερθεί επανειλημμένα στις τεράστιες ευθύνες που πρέπει να τους επιμερισθούν, ως προς τις κυβερνητικές θητείες και τις διχαστικές πρακτικές τους. Ωστόσο, στη βάση όλων αυτών βρίσκεται ένα μείζον έλλειμμα πολιτικής αξιοπιστίας και σοβαρότητας. Ειδικότερα:

Α. Τι εμπιστοσύνη εμπνέει ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ, όταν επέλεξε να συνεργασθεί με τους ΑΝΕΛ, ακόμη και μετά τις εκλογές του 2015, ενώ είχε την εναλλακτική λύση των δύο κομμάτων της τότε «Κεντροαριστεράς» (ΠΑΣΟΚ, Το Ποτάμι), προς τα οποία τώρα – κατόπιν εορτής – απευθύνει αγωνιώδεις εκκλήσεις συνεργασίας; Για να μη θυμηθούμε βέβαια και τα χονδροειδή υπονοούμενα για πιθανή συνεργασία και με την Ενωση Κεντρώων, ώστε «ο εξευτελισμός του να γίνει τέλειος»…

Αλλά και σήμερα, τι ήταν προτιμότερο, άραγε; Μια κυβέρνηση ανοχής έως τον Μάιο ή η ελαφρά τη καρδία αναίρεση των παλαιών μεγαλόστομων διακηρύξεων περί «πολιτικής ηθικής», η επανεφεύρεση του ορισμού της «αποστασίας» και ο εναγκαλισμός βουλευτών που αναγνώριζαν έως τώρα αρχηγό τους τον Καμμένο ή τον Λεβέντη;

Πρόκειται αναμφίβολα για έναν κυνικό «μακιαβελισμό», ο οποίος ναι μεν οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στην έως τώρα διατήρηση της εξουσίας, πλην όμως κονταροχτυπιέται με το ήθος μιας γνήσια δημοκρατικής Αριστεράς.

Β. Από την άλλη, ποια είναι η αξιοπιστία της ΝΔ, όταν με την ίδια ευκολία συλλέγει βουλευτές από όλα τα «ανεμομαζώματα» και μετά καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ για πρωτόγνωρη, δήθεν, «εξαγορά» και «συναλλαγή»; (Ξεχνώντας βέβαια ότι ο υπό «αγιοποίηση» ιδρυτής της, για να «προσελκύσει» τους βουλευτές που του έλειπαν, προκειμένου να εκλεγεί το 1980 Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χρειάσθηκε να διαλύσει όχι ένα ούτε δύο αλλά τέσσερα κόμματα…).

Εκεί όμως που δεν μπορεί κανείς να βρει άκρη είναι η πολιτική φυσιογνωμία της. Πίσω από μια επίφαση φιλελευθερισμού κρύβεται ένα κόμμα βαθύτατα τριχοτομημένο – με σαφώς αντικρουόμενες απόψεις αλλά και με εμφανή την ηγεμονία ενός ακραίου νεοσυντηρητισμού – το οποίο προσπαθεί μάταια να κρύψει τα προβλήματά του κάτω από το χαλί, με μόνο δέλεαρ την εξουσία…

Γ. Αλλά και στο Κίνημα Αλλαγής, πέρα από τις επίσης ατυχείς «μεταγραφές», το πρόβλημα είναι εμφανέστατο. Αφενός η διεύρυνση του ζωτικού του χώρου καρκινοβατεί, υποταγμένη σε μια άτολμη και ανασφαλή αρχηγοκεντρική περιχαράκωση, και αφετέρου οι περισσότεροι βουλευτές, παρά τις διακηρύξεις περί «προοδευτικών επιλογών» και «ίσων αποστάσεων», ράβουν από τώρα κοστούμια για μια μελλοντική κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ, που θα σημάνει βέβαια το τέλος της παράταξης που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου…

Ολα αυτά, σε συνδυασμό με την αδιατάραχτη μονολιθικότητα του εκτός τόπου και χρόνου ΚΚΕ και την ανησυχητική σταθερότητα του χειρότερου αποκυήματος της κρίσης, της φασίζουσας Χρυσής Αυγής, συνθέτουν αναμφίβολα ένα άκρως αποκαρδιωτικό κομματικό παζλ. Και δυστυχώς δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για τη σημερινή μελαγχολική μας δημοκρατία…

Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών