Ο χειμωνιάτικος ήλιος τις πρωινές ώρες μιας καθημερινής ημέρας επιτείνει την απροσδιόριστη εμμονή ενός περιπάτου προς την Ακρόπολη. «Ο δρόμος… μοναδικό πεδίο σημαντικής εμπειρίας» έγραφε ο Αντρέ Μπρετόν και η ανάκληση των γραπτών σκέψεών του έδειξαν προς την ηρεμία της περιοχής που βρίσκεται στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης. Στην οδό Καρυατίδων και Καλλισπέρη τα βήματα σταματούν μπροστά σε μια οικία της δεκαετίας του ’30, κομψά ανακαινισμένη.

Εκεί στεγάζεται από το 1993 το Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη με οικοδέσποινα μία από τις κόρες του, την Ιωάννα Λαλαούνη. Στο εσωτερικό του κτιρίου, χώρο πολύτιμων αντανακλάσεων και υψηλών δημιουργιών ενός πρόσφατου ένδοξου οικογενειακού παρελθόντος, η Ιωάννα Λαλαούνη επεξεργάζεται τον χάρτη των προσωπικών της επιδιώξεων. Μετά από σπουδές Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας, οι λάμψεις χρυσού της οικογενειακής συλλογής δεν θάμπωσαν το βλέμμα της. Εως σήμερα παραμένει έκθαμβο μπροστά στα κοσμήματα που η μοναδικότητά τους οφείλεται στο ξάφνιασμα των υλικών, του σχεδίου και της ιδέας σύλληψής τους.

«Το 1993 μόλις είχα ξεκινήσει το διδακτορικό μου και παράλληλα δούλευα στο μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης στο τμήμα με τα κοσμήματα αποφασισμένη να ακολουθήσω ακαδημαϊκή καριέρα σε κάποιο μουσείο. Ομως ο πατέρας μου με έφερε πίσω γρήγορα. Τότε ήθελε να μεταφέρει τα εργαστήρια από αυτό το κτίριο. Εδώ ήταν το πατρικό του και δίπλα ήταν το εργαστήρι που είχε επί Ζολώτα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μετακόμισε λοιπόν τα εργαστήρια τη δεκαετία του ’90. Είχε αυτή τη συλλογή με τα κοσμήματά του και οι φίλοι του τού είπαν να κάνει ένα μουσείο. Εκείνος μου μετέφερε την ιδέα».

Δεν την ενδιέφερε η ιδέα των γκαλερί και των εμπορικών σχέσεων με την τέχνη. Η ίδια είχε επιλέξει το μονοπάτι της ακαδημαϊκής εξέλιξης, του μη κερδοσκοπικού προσανατολισμού. Επεισε λοιπόν τον πατέρα της πως ήταν η στιγμή για να κάνει εκείνη τη διαφορά. Με ένα μουσείο που θα είχε καλλιτεχνικό πρόγραμμα με περιοδικές εκθέσεις κοσμημάτων που θα εμπλούτιζαν τον πυρήνα της συλλογής Ηλία Λαλαούνη.

«Το μουσείο ξεκίνησε με ένα μικρό αποθεματικό για να γίνει η ανακαίνιση και συνεχίστηκε χωρίς κληροδότημα. Οπότε ουσιαστικά ήταν ένα startup, όταν τον Δεκέμβριο του 1994 άνοιξε στο κοινό. Ηταν ένα στοίχημα για να διανύσουμε την πρώτη πενταετία. Νόμιζα ότι στην πορεία θα παίρναμε κρατική επιχορήγηση αφού προβάλλουμε και τις διακοσμητικές τέχνες, το κόσμημα ως παράδοση αλλά και τη βιομηχανία του ελληνικού κοσμήματος. Τη συνέχεια την ξέρουμε… Πήρε μια μικρή επιδότηση μόνο το 2009 και τίποτε παραπάνω. Με την κρίση λογικό ήταν η εκάστοτε κυβέρνηση να χρηματοδοτεί τα δημόσια μουσεία, τους αρχαιολογικούς χώρους. Είναι λογικό, δεν υπάρχει γκρίνια και παράπονο στα λόγια μου. Το καταλαβαίνω. Ούτε θέλησα να μπω στο παιχνίδι των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Ημουν μόνη μου χωρίς την ομάδα ενός συμβουλίου για να με στηρίζει. Ετσι χάσαμε στην οργάνωση κάποιων εκθέσεων. Αν δεν κάνεις συνέχεια εκθέσεις, ο κόσμος σε ξεχνάει. Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει λίγες εκθέσεις επειδή δεν υπάρχουν χορηγοί».

Στο γραφείο. Η συζήτησή μας, που ξεκίνησε μπροστά στα εκθέματα του πρώτου ορόφου, συνεχίζεται στο γραφείο της. Ενας χώρος νοσταλγικός της παλιάς αθηναϊκής αίγλης, εμποτισμένος από την ατμόσφαιρα κειμηλίων, αντικειμένων τέχνης, οικογενειακών φωτογραφιών. Τι έχει κρατήσει από την ιστορία του πατέρα της; «Θέλω να κάνω πρωτότυπα πολιτιστικά προγράμματα. Εκείνος έκανε πρωτότυπα κοσμήματα. Εκείνος ήταν πολυπράγμων άνθρωπος. Εκανε το σχέδιο, την εκτίμηση, τις δημόσιες σχέσεις. Προσπαθώ να κάνω το ίδιο, έχοντας τα χέρια μου μέσα σε όλα μέσα στο μουσείο. Να δίνω στον κόσμο κάτι που τον βοηθά ξέροντας ότι είμαστε εδώ και υπάρχει συνέχεια. Ο πατέρας μου έδινε χαρά και περηφάνια στον κόσμο για την ελληνική παραγωγή. Ηταν μιας άλλης γενιάς άνθρωπος. Του άρεσε πολύ η δουλειά του και οδήγησε εμένα και τις αδελφές μου μέσα σε αυτή την αγάπη».

Η Ιωάννα Λαλαούνη σερβίρει τον καφέ μας σε ένα τραπέζι τοποθετημένο κοντά στο παράθυρο, από όπου το φως που μπαίνει πέφτει πάνω στο μπρούτζινο σύμπλεγμα του Αϊ-Γιώργη με τον δράκο. Στη βάση του γλυπτού η υπογραφή του Salvador Dali.

«Καθώς δεν είχαμε πόρους από επιχορηγήσεις, κάναμε στροφή προς την πολιτιστική εκπαίδευση με πρωτοποριακά προγράμματα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό για εμένα. Σήμερα τρέχουν 17 προγράμματα για σχολικές ομάδες. Είναι πρωτότυπα επειδή δεν περιλαμβάνουν μόνο ξενάγηση ή ιστορία. Υπάρχει πρακτική, επαγγελματικός προσανατολισμός, και όχι μόνο προς τη βιομηχανία του κοσμήματος, αλλά την αρχιτεκτονική, τις καλές τέχνες, ακόμη και τη μηχανολογία. Προσπαθούμε να περάσουμε στα παιδιά ότι δεν έρχονται σε ένα μουσείο Ιστορίας. Αλλά σε έναν ζωντανό οργανισμό που έχει σαν φάρο το παράδειγμα του Ηλία Λαλαούνη. Ενός επιτυχημένου επιχειρηματία που στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα εξήγαγε την ελληνική τέχνη και την ελληνική επιχειρηματικότητα σε όλον τον κόσμο. Αυτό το παράδειγμα λοιπόν και από μόνο του είναι επαγγελματικός προσανατολισμός».

Το JAIR. Μιλά με πάθος για ένα νέο πρόγραμμα του μουσείου, το JAIR, εξηγώντας πως πριν από δύο χρόνια το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος επιχορήγησε την ιδέα της «να προαγάγουμε την ελληνική σύγχρονη δημιουργία και το ελληνικό σύγχρονο κόσμημα. Με δύο πρότυπα εργαστήρια μεταλλοτεχνίας και διακοσμητικών εφαρμοσμένων τεχνών, όπου γίνονται ζωντανά εργαστήρια καλλιτεχνών κοσμηματοποιών. Μέσα εκεί εργάζονται καλλιτέχνες και ταυτόχρονα επικοινωνούν με τον κόσμο. Και αν πρόκειται για ξένους καλλιτέχνες βοηθάμε να έχουν πρόσβαση και στα αρχεία των άλλων μουσείων της Αθήνας. Και να αποκτήσουν άφθονο υλικό για την έρευνά τους στη δημιουργία».

Σιγά σιγά λοιπόν το μουσείο εμπλούτισε την αρχική συλλογή κοσμημάτων του Ηλία Λαλαούνη με ιστορικά κομμάτια και με κοσμήματα από διαφορετικές εποχές. Αυτή τη στιγμή συζητούμε τις δωρεές που αφορούν το σύγχρονο εικαστικό κόσμημα και προσπαθούμε να βοηθήσουμε τους δημιουργούς εικαστικού κοσμήματος. Με τις πρώτες μας εκθέσεις νομίζω ότι προκαλέσαμε τον κόσμο να δει το κόσμημα πέρα από τα διαμάντια και τα ρουμπίνια και τον χρυσό».

Το σχήμα στα σκουλαρίκια που στολίζουν το πρόσωπό της μαρτυρά την οικογενειακή υπογραφή της προέλευσής τους. Ωστόσο στην αίθουσα των εκθεμάτων από όπου περνάμε δείχνει τα μεγάλα εικαστικά κοσμήματα στα οποία η οικοδέσποινα του μουσείου έχει  αδυναμία. Μα τι είναι το εικαστικό κόσμημα; Φορέσιμο ή ιδιαίτερο αντικείμενο; «Το εικαστικό κόσμημα χρονολογείται επισήμως από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Δεν πρέπει να το βλέπουμε ως κόσμημα. Πρέπει να το προσδιορίσουμε ως καλλιτεχνική φόρμα. Ως μια τέχνη. Είναι κάτι που ο καλλιτέχνης, ζωγράφος, γλύπτης, κοσμηματοποιός σχεδιάζει και κατασκευάζει μόνος του. Και έχει και κόνσεπτ. Το πολιτικό προσκήνιο, τα σύγχρονα κοινωνικά θέματα περνούν και στα κοσμήματα. Είναι μοναδικό και δεν περιορίζεται ούτε στη φόρμα ούτε στα υλικά».

Από τα ράφια της βιβλιοθήκης κατεβάζει καταλόγους από περασμένες εκθέσεις που φιλοξενήθηκαν στο μουσείο ή από μουσεία του εξωτερικού για να δείξει τις απεριόριστες δυνατότητες μαστορικής και επινόησης στην κατεργασία υλικών. Ξεχωρίζει εικόνες από τον Κατάλογο της έκθεσης του 2000 «A Female Perspective», με γυναίκες καλλιτέχνες για την οποία συνεργάστηκε με οκτώ ευρωπαϊκά μουσεία. «Δείξαμε κοσμήματα από ανακυκλωμένο χαρτί εφημερίδων, από αποξηραμένες φακές… Εκανα αυτή την έκθεση για να κατοχυρώσω την ιστορικότητα του κοσμήματος το οποίο βρίσκεται ήδη μέσα στις μόνιμες συλλογές ευρωπαϊκών μουσείων. Και δείξαμε τη δουλειά από τις ελληνίδες δημιουργούς Κορίνα Κουτούζη, Ζούκα Καλιακμάνη, Στέλλα Καβαλιεράτου, Θανοπούλου, Σοφία Βάρη».

Η Ιωάννα Λαλαούνη προσδοκεί μια απελευθέρωση από τα περιοριστικά μέτρα και σταθμά που καθορίζουν τη σχέση μας με αυτές τις ιδιαίτερες μορφές δημιουργίας, πολλές από τις οποίες συγκροτούν αφορμές για μια άλλη συγκρότηση της εμφάνισής μας.

«Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν μπορούν να φορεθούν. Οπως το μεγάλο δερμάτινο κολιέ της Δέσποινας Πανταζοπούλου που δεν είναι κάτι εύκολο. Στην Ελλάδα το κόμπλεξ της παράδοσης μας υπαγορεύει ότι το κόσμημα το βάζουμε με τη στολή, στον γάμο, στα βαφτίσια κ.λπ. Επίσης έχουμε και το κόμπλεξ της φυλής που αντίστοιχα υπογραμμίζει τον πολύτιμο χαρακτήρα του κοσμήματος ώστε αυτό να αποτελεί επένδυση. Αν και είναι αστεία, είναι ισχυρά κόμπλεξ που αφορούν όλη τη Μεσόγειο, γι’ αυτό βρίσκουμε τα εικαστικά κοσμήματα να είναι λιγότερο διαδεδομένα στην περιοχή μας. Ομως αυτό άλλαξε γιατί οι γυναίκες δεν φοβούνται πια να φορέσουν κάτι που δεν είναι χρυσό».