Ο θάνατος της Λουντμίλα Αλεξέγεβα ήρθε να θυμίσει ένα ολόκληρο κομμάτι της πρόσφατης σοβιετικής και ρωσικής Ιστορίας: τους αγώνες των «αντιφρονούντων» για ανθρώπινα δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες. Γεννημένη στην Κριμαία το 1927, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον μορφωμένο και φιλικό προς το σοβιετικό καθεστώς. Ο πατέρας της ήταν ένας οικονομολόγος που απέφυγε και την εκτέλεση και τα στρατόπεδα εργασίας, σε αντίθεση με αρκετούς συναδέλφους του στην Κεντρική Ενωση Καταναλωτικών Συνεταιρισμών, όμως θα σκοτωθεί το 1942 όταν η ταξιαρχία του προσπάθησε να σπάσει τον γερμανικό κλοιό στο Στάλινγκραντ.

Η ίδια θα βρεθεί στο Καζακστάν με τη μαθηματικό μητέρα της, μαζί με άλλες οικογένειες από το Ινστιτούτο Μαθηματικών της Ακαδημίας Επιστημών της Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Μέλος της Κομσομόλ και μετά του ΚΚΣΕ θα σπουδάσει Ιστορία στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας και θα εργαστεί στον εκδοτικό οίκο Nauka (Επιστήμη). Θα παντρευτεί δύο φορές, αρχικά με τον Βαλεντίν Αλεξέγεφ και μετά με τον μαθηματικό Νικολάι Γουίλιαμς.

Η Βαλεντίνα Αλεξέγεβα ανήκει στη γενιά που είδε το «λιώσιμο των πάγων», μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την καταδίκη των εγκλημάτων του Στάλιν στη διαβόητη «Μυστική Εκθεση» που Χρουστσόφ, ως σημάδι ελπίδας για μια πιο δημοκρατική σοβιετική κοινωνία.

Διανοούμενοι, λογοτέχνες αλλά και απλοί πολίτες πίστεψαν ότι μπορούσε η κοινωνία να γίνει λιγότερο καταπιεστική, με περισσότερη δημοκρατία και ελευθερία. Λογοτεχνικά έντυπα όπως το «Novy Mir» (Νέος Κόσμος) γίνονται το σημείο αναφοράς όσων θέλουν περισσότερη ελευθερία στην έκφραση.

Μόνο που σχετικά σύντομα διαπιστώνουν ότι οι πάγοι δεν έχουν λιώσει. Το ΚΚΣΕ καταδίκασε τις πρακτικές του Στάλιν, αλλά δεν προσπάθησε να εξαλείψει τους μηχανισμούς που αναπαρήγαγαν τις αυταρχικές πρακτικές. Σταδιακά οι όποιοι βαθμοί ελευθερίας είχαν δοθεί περιορίζονται. Η δίκη και καταδίκη των λογοτεχνών Αντρέι Σινιάφσκι και Γιούρι Ντανιέλ το 1966, παρά το ευρύ κύμα συμπαράστασης εντός και εκτός Ενωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, που περιλάμβανε και κομμουνιστές διανοουμένους, έδειξε την εκ νέου σκλήρυνση του καθεστώτος.

Η απάντηση ήρθε από ένα «υπόγειο» ρεύμα αμφισβήτησης και διακίνησης ιδεών. Είναι η χρυσή εποχή των σαμιζντάτ, των κειμένων που διακινούνται πολυγραφημένα, συχνά απλώς με τη χρήση καρμπόν στη γραφομηχανή: από λογοτεχνικά κείμενα και μαρτυρίες μέχρι κείμενα υπογραφών για τα δικαιώματα εθνοτήτων.

Η Αλεξέγεβα θα είναι από το 1968, μετά την αποπομπή της από το ΚΚΣΕ, μία εκ των δακτυλογράφων του «Χρονικού των Τρεχόντων Γεγονότων», ενός από τα σημαντικότερα σαμιζντάτ που κατέγραφε με συστηματικό τρόπο τις διώξεις εναντίον αντιφρονούντων.

Οταν τον Αύγουστο του 1975 ηγέτες από 35 χώρες, συμπεριλαμβανομένων μελών του ΝΑΤΟ όσο και του Συμφώνου της Βαρσοβίας, υπέγραψαν την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματος, ένας από τους πιο γνωστούς αντιφρονούντες, ο φυσικός Γιούρι Ορλόφ, που είχε εκφράσει προηγουμένως συμπαράσταση στον Αντρέι Ζαχάροφ, πήρε την πρωτοβουλία να φτιαχτεί η Ομάδα Ελσίνκι της Μόσχας με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι.

Η Αλεξέγεβα συμμετέχει ενεργά στην ομάδα, που θα βρεθεί στο στόχαστρο των σοβιετικών Αρχών και τα περισσότερα μέλη της θα διωχθούν. Στην ίδια θα δοθεί η επιλογή είτε της φυλάκισης είτε της μετανάστευσης. Θα προτιμήσει να πάει στις ΗΠΑ με τον σύζυγό της.

Εκεί θα είναι μία από τις πιο γνωστές φωνές των αντιφρονούντων της ΕΣΣΔ, με εκπομπές στο Radio Liberty/Radio Free Europe και στη Φωνή της Αμερικής). Το βιβλίο της Soviet Dissent θα είναι μία από τις πρώτες αναλυτικές μονογραφίες για τα κινήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και «διαφωνίας» στην Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.

Το βιβλίο δείχνει ότι οι «αντιφρονούντες» δεν ήταν κάποιοι που απλώς ήθελαν να γίνει η Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών σαν τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, αλλά ένα πολύμορφο και αντιφατικό κίνημα που περιλάμβανε τις συλλογικότητες που διεκδικούσαν τα δικαιώματα των εθνοτήτων, ιδίως όσων είχαν υποστεί εκτοπισμό στη σταλινική περίοδο, τις θρησκευτικές ομάδες, τις οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και όσους διεκδικούσαν μια πιο δημοκρατική εκδοχή σοσιαλισμού. Αλλωστε, και η ίδια απέφευγε τις απλουστεύσεις επιμένοντας ότι το πρόβλημα του σοβιετικού καθεστώτος δεν ήταν ότι είχε πιο δεσποτικούς ηγέτες από ό,τι η Δύση αλλά ότι δεν είχε μηχανισμούς ελέγχου της αυθαιρεσίας της εξουσίας.

Μετά το 1993 θα επιστρέψει στη δύσκολη συνθήκη της μετακομμουνιστικής Ρωσίας, αρχικά στο πλαίσιο της προσπάθειας της αμερικανικής εργατικής συνομοσπονδίας AFL-CIO να διαμορφώσει ανεξάρτητα συνδικάτα και στη συνέχεια στο πλαίσιο της ανασυγκροτημένης Ομάδας Ελσίνκι της Μόσχας.

Το 2002, παρά τις διαφωνίες συνεργατών της, θα δεχτεί να γίνει μέλος της Προεδρικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που διαμόρφωσε ο Βλαντίμιρ Πούτιν και θα παραμείνει για 10 χρόνια. Αυτό δεν θα την αποτρέψει από το να διαδηλώσει πολλές φορές ενάντια στη ρωσική κυβέρνηση. Στις 31 Δεκεμβρίου 2009 θα συλληφθεί για λίγο κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας υπέρ του δικαιώματος στην ειρηνική συνάθροιση, ενώ αρκετές φορές θα τοποθετηθεί δημόσια κατά του Πούτιν. Πάντως, ο τελευταίος θα την επισκεφτεί στα 90ά της γενέθλια πέρσι, ενώ θα υπογράψει και την απονομή ανώτατου κρατικού βραβείου για το σύνολο του έργου της.

Η ίδια διατηρούσε την αισιοδοξία της υποστηρίζοντας ότι παρά τα συνεχιζόμενα κρούσματα αυταρχισμού στη Ρωσία, το ίδιο το αίτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε πλέον κατοχυρωθεί στον ρωσικό πολιτικό λόγο.