Η φωνή της κυβερνήσεως καταδίκασε μεν απερίφραστα την τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του Σκάι και της «Καθημερινής», απάντησε δε σε όποιον θύμιζε τη στοχοποίηση του καναλιού από την πρώτη φορά Αριστερά. Υπό μια έννοια, δηλαδή, απάντησε και σε εκείνους που δέχτηκαν την επίθεση με τόσα κιλά εκρηκτικών. Εκείνους στους οποίους το κόμμα του, κατά τη συνήθη πρακτική του απέναντι στα αντιπολιτευόμενα μίντια, επέβαλε εμπάργκο και τόλμησαν να επισημάνουν στην ανακοίνωσή τους για τη βόμβα πως «κυβερνητικά στελέχη και προπαγανδιστικοί μηχανισμοί κατέστησαν τον σταθμό μας στόχο». Είδε, λοιπόν, ο Τζανακόπουλος – σύμφωνα με τα γραφόμενά του – μια απόπειρα να συνδεθεί το τρομοκρατικό χτύπημα με την πολιτική αντιπαράθεση. Αλλά έσπευσε να προειδοποιήσει πως «η πολιτική διαφωνία δεν πρόκειται ποτέ να συνδεθεί στη συνείδηση των πολιτών με την επιλογή της βίας. Αυτού του είδους οι συμψηφισμοί, όμως, δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στη δημοκρατία». Μάλιστα. Οι τζανακοπουλικές προθέσεις παρουσιάζονται ως τίποτα άλλο παρά καλές. Ως ανησυχία για το πολίτευμα.

Προθέσεις

Μόνο που διαβάζοντας προσεκτικά την ανακοίνωση του κυβερνητικού εκπροσώπου διακρίνει κανείς μια εκλεπτυσμένη μορφή της ρητορικής του μίσους. Της ρητορικής, δηλαδή, που φέρνει τη βία στην πολιτική αντιπαράθεση. Αυτού του είδους ο δημόσιος λόγος δεν χρειάζεται να είναι μπρούτος για να καταλήξουμε σε σπασμένα τζάμια ή σε σπασμένα κεφάλια. Δεν είναι απαραίτητη η καμμενική εκφορά, αρκεί να αφήνεις ένα ανεπαίσθητο υπονοούμενο. Οπως π.χ. να υπαινίσσεσαι πως τα θύματα «δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στη δημοκρατία». Ο υπαινιγμός, πάντως, ήταν αναμενόμενος. Η κυβερνώσα Αριστερά πριν καν γίνει κυβερνώσα επινοούσε έναν μιντιακό εχθρό για να θωπεύσει το αντιμνημονιακό κοινό. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν – και παραμένει – το κόμμα που αναγορεύει τα ΜΜΕ σε αντιπάλους προκειμένου να φιλοτεχνεί το προφίλ του αντισυστημικού. Αυτού που μιλά αδιαμεσολάβητα με τον λαό χωρίς να έχει ανάγκη τα φίλτρα εφημερίδων και τηλεοπτικών σταθμών – ή για να το πούμε στην πολακική, και άρα αυθεντική συριζαϊκή, ιδιόλεκτο: Των βοθροκάναλων. Παρεμπιπτόντως, η οικειοποίηση του εν λόγω χρυσαυγίτικου όρου είναι καλή υπηρεσία στη δημοκρατία;