Τον δρόμο για την επιστροφή των καταργημένων δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και θερινής αδείας για τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους, ανεξαρτήτως μάλιστα του ύψους του μηνιαίου μισθού τους, άνοιξαν χθες οι δικαστές του 6ου τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, σε διευρυμένη 7μελή σύνθεση, κινήθηκαν σε τροχιά δικαίωσης για χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους που διεκδικούν την επιστροφή των καταργημένων δώρων τους, αλλά λόγω αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων το «κλειδί» παραδίδεται στην Ολομέλεια του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας.

Κι αυτό γιατί, όπως προβλέπει η νομοθεσία, όταν το διακύβευμα σε μια υπόθεση είναι μείζονος σημασίας και άπτεται της συνταγματικότητας ή μη θεσπισμένων διατάξεων, τότε η οριστική και αμετάκλητη κρίση ανήκει στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όχι μόνο όσοι δικαιώθηκαν μέσω της χθεσινής απόφασης, αλλά στο σύνολό τους οι δημόσιοι υπάλληλοι, έχουν πλέον στραμμένο το βλέμμα τους στην απόφαση-πιλότο που θα έχει τη σφραγίδα της Ολομέλειας του Δικαστηρίου και θα είναι το καταληκτικό όριο για τις επίδικες διεκδικήσεις των εργαζομένων.

Για την έκδοση αυτής της απόφασης βέβαια, με βάση και τους τρέχοντες ρυθμούς απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και λόγω της αυξημένης βαρύτητας της κρίσης των ανώτατων δικαστών, εκτιμάται ότι θα μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα, που μπορεί να είναι και πέραν τους ενός έτους.

Ετσι, όπως όλα δείχνουν, την υπόθεση αυτή, που έχει μεγάλο κοινωνικό και δημοσιονομικό αντίκτυπο, θα κληθεί να διαχειριστεί – εκτός εξαιρετικού απρόοπτου – η όποια κυβέρνηση προκύψει από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

ΡΥΘΜΙΣΗ. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι με βάση τις δεκάδες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, που το ένα μετά το άλλο δικαιώνουν συνταξιούχους αλλά και εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους στη δικαστική τους μάχη για τη διεκδίκηση της επιστροφής των δώρων, πληθαίνουν οι φωνές που τάσσονται υπέρ μιας νομοθετικής ρύθμισης στη βάση της εφαρμογής όλων αυτών των θετικών αποφάσεων της Δικαιοσύνης.

Οπως προκύπτει από το σκεπτικό των ανώτατων δικαστικών λειτουργών, το ίδιο το Σύνταγμα αλλά και το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ περί Προστασίας της Περιουσίας αποτελούν τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η σημαντική αυτή απόφαση.

Οι επίμαχες περικοπές που έγιναν με τον νόμο 4093/2012, κατά την κρίση του ΣτΕ, αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

Οπως είναι γνωστό, οι περικοπές των ήδη ψαλιδισμένων δώρων ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2013 και σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας «ο νομοθέτης όφειλε, αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της καθεμίας για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».

Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι δικαστές στάθμισαν ιδιαίτερα το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων.

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ. Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους (2626-2635/2018) αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης, εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, χαράσσουν τη δική τους «κόκκινη γραμμή» και ερμηνεύοντας το Σύνταγμα και τους νόμους επισημαίνουν ότι: «Με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή την αποδοχών της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε θεσπίζεται πλέον με αυτήν όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών».

Οι δικαστές προχωρούν μάλιστα ένα βήμα παραπέρα τη σκέψη τους διατυπώνοντας την άποψη ότι «τα επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από τον μισθό του καθενός».

Γεγονός που σημαίνει πως δεν μπαίνει κάποιο πλαφόν στο όριο των μηνιαίων αμοιβών, αλλά η κρίση τους ισχύει για όλους τους δημοσίους υπαλλήλους, ανεξάρτητα σε ποια μισθολογική κλίμακα ανήκουν.

ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η σκέψη που διατυπώνουν οι ανώτατοι δικαστές αναφέροντας ότι «ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα».

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως η υπόθεση αυτή έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο ύστερα από αναίρεση που άσκησε το ελληνικό Δημόσιο κατά αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων που δικαίωναν εν ενεργεία δικαστικούς υπαλλήλους.