Αρχές της δεκαετίας του 1950. Η Ελλάδα προσπαθεί να συνέλθει από έναν πόλεμο, μια Κατοχή και έναν Εμφύλιο. Και η Ελληνίδα, αμήχανα ακόμη, αποπειράται να προσδιορίσει τον νέο της ρόλο στη μεταπολεμική κοινωνία. Ρόλος πιο εξωστρεφής, πολύπλευρος και (αν και δειλά ακόμη) περισσότερο διεκδικητικός. Με βασικό στοιχείο το δικαίωμα στην εργασία. Παράλληλα, κυρίως λόγω της εσωτερικής μετανάστευσης και των κοινωνικών ανακατατάξεων που δρομολόγησε ο πόλεμος, άρχισε να συγκροτείται μια νέα αστική τάξη που αναζητούσε δικές της αναφορές.

Τότε λοιπόν, στις μέσα σελίδες της εφημερίδας «Εθνος», εμφανίστηκε ένα μονόστηλο με συνταγές μαγειρικής. Η νέα εποχή προανήγγελλε ότι το μαγείρεμα δεν ήταν μόνο οικοκυρικό καθήκον, αλλά είχε αρχίσει να ανάγεται σε δεξιότητα. Την υπέγραφε η Χρύσα Παραδείση, με καταγωγή εκ Σμύρνης, γεννημένη το 1908 και σύζυγος του δημοσιογράφου Αλέξανδρου Παραδείση. Δική του ιδέα ήταν άλλωστε αυτή η στήλη. Πρωτοποριακή για την εποχή (μαγειρική σε μια πολιτική εφημερίδα!), αλλά οι Παραδείσηδες ήταν μοντέρνο, για τα τότε δεδομένα, ζευγάρι. Η σύζυγος μάλιστα δούλευε ήδη ως γραμματέας.

Κάπως έτσι άρχισε η θαυμαστή περιπέτεια της νέας ελληνικής κουζίνας. Με οδηγό τα βιβλία της Χρύσας Παραδείση που υπάρχουν ακόμη στα ελληνικά σπίτια ως ύστατο καταφύγιο πολλές φορές έπειτα από περιπλανήσεις σε τηλεοπτικές και διαδικτυακές κουζίνες. Και είναι σαν να ακούω ακόμη και σήμερα την «ελληνίδα μάνα» – που μπορεί να είναι από 40 έως 80 ετών – να λέει: «Καλά όλα αυτά. Φέρε τώρα να δούμε πώς το κάνει η Παραδείση».

Η ίδια δεν ήταν επαγγελματίας μαγείρισσα, όπως ο προγενέστερός της Νικόλαος Τσελεμεντές. Είχε απλώς το ταλέντο της μαγειρικής. Συγχρόνως όμως το ένστικτο και την ικανότητα να τη βγάλει από το στενό πλαίσιο της κουζίνας και να την εντάξει στο φόντο της ζωής που άλλαζε. Ο Τσελεμεντές ήταν περισσότερο της γαλλικής κουζίνας. Οπως άλλωστε και η αστική τάξη της προπολεμικής εποχής του, που παπαγάλιζε εκφράσεις και συνήθειες «α λα φρανσέζ». Αντίθετα, η Παραδείση όρισε την αστική ελληνική κουζίνα προσαρμόζοντάς τη στις νέες απαιτήσεις. Προσπάθησε να κάνει λιγότερο περίπλοκες τις παραδοσιακές συνταγές, κυρίως για να περιορίσει τον χρόνο εκτέλεσής τους, αφού πλέον απευθυνόταν και σε ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό εργαζόμενων γυναικών. Χρησιμοποίησε τα «νέα» προϊόντα, όπως η κέτσαπ, η μουστάρδα, οι κύβοι ζωμών. Και έμαθε τις νοικοκυρές να χρησιμοποιούν τα νέα σκεύη, όπως το μίξερ. Από μία άποψη, η Παραδείση, χωρίς εξάρσεις και κορόνες, έβαλε στις κουζίνες τα θεμέλια του νεοφεμινισμού.

Η Χρύσα Παραδείση, που μαγείρεψε για τελευταία φορά το 1987, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη ζαχαροπλαστική, όπου μπορούσε να «παντρέψει» την ελληνική παράδοση με περισσότερες διεθνείς συνταγές. Τα κέικ, οι τούρτες, τα σουφλέ της, μαζί με τους μπακλαβάδες, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, τις βασιλόπιτές της είναι οι γλυκές αναφορές της γευστικής μας μνήμης. Και θα τα βρείτε στο βιβλίο που κυκλοφορεί αύριο με «ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο».