Σε μια δικτατορία, οι δημοσιογράφοι λογικά θα μιλούσαν για θρίαμβο των Ρεπουμπλικανών του Ντόναλντ Τραμπ στις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου. Στις ΗΠΑ, ο Τύπος έκανε το «λάθος» να καλύψει τη νίκη των Δημοκρατικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, προέβαλε μάλιστα μια θριαμβευτική ομιλία της Νάνσι Πελόζι. Οπως έγραφε τις προάλλες στην «Guardian» o Ντέιβιντ Σμιθ, ίσως αυτό να εξηγεί γιατί ο αμερικανός πρόεδρος ανέβασε την επομένη των εκλογών τον πόλεμο που διεξάγει εναντίον του «εχθρού του λαού» σε ένα νέο, πρωτόγνωρο επίπεδο.

Ολα ξεκίνησαν όταν ο Τζιμ Ακόστα, ένας από τους ανταποκριτές του CNN στον Λευκό Οίκο, ζήτησε να μάθει από τον αμερικανό πρόεδρο, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, γιατί επιμένει να υποστηρίζει αβάσιμα πως τα καραβάνια των μεταναστών από την Κεντρική Αμερική που άρχισαν την Πέμπτη να φτάνουν στα σύνορα με τις ΗΠΑ ισοδυναμούν με «εισβολή». Η συνέχεια έχει πια γραφτεί με κάθε άλλο παρά χρυσά γράμματα στην ιστορία του πολέμου που μαίνεται ανάμεσα στον Τραμπ και τον Τύπο από την προεκλογική ακόμα περίοδο. Ο πρόεδρος εκνευρίστηκε, ο δημοσιογράφος επέμεινε, ο πρόεδρος άρχισε να τον «λούζει» με χαρακτηρισμούς του τύπου «αγενής», «φριχτός άνθρωπος», «fake news», «εχθρός του λαού». Στη συνέχεια, και επικαλούμενη ένα κατά γενική ομολογία «πειραγμένο» βίντεο, η αμερικανική προεδρία υποστήριξε πως ο Ακόστα «άπλωσε τα χέρια του» στην ασκούμενη που προσπαθούσε να του αφαιρέσει το μικρόφωνο – και ανακάλεσε τη διαπίστευση του δημοσιογράφου. Εξι ημέρες αργότερα, την περασμένη Τρίτη, το CNN κατέθεσε αγωγή εις βάρος της κυβέρνησης, «εξ ονόματος όλων των δημοσιογράφων», απαιτώντας να επιστραφεί η διαπίστευση του Ακόστα. Ενα τηλεοπτικό δίκτυο που στηρίζει ανοιχτά τον Ντόναλντ Τραμπ, το Fox News, ανακοίνωσε την Πέμπτη πως θα στηρίξει δικαστικά το CNN υποβάλλοντας υπερασπιστικό υπόμνημα (amicus brief): οι διαπιστεύσεις «δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται ως όπλο», επιχειρηματολόγησε. Το CNN απέσπασε χθες μια πρώτη νίκη: αμερικανός δικαστής διέταξε τον Λευκό Οίκο να επιστρέψει προσωρινά, μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση, τη διαπίστευση του Τζιμ Ακόστα.

Τον περασμένο Ιούλιο, οι «New York Times» είχαν δημοσιεύσει έναν εξονυχιστικό κατάλογο με τους «487 ανθρώπους, μέρη και πράγματα που έχει προσβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter»: η ίδια η πολυβραβευμένη εφημερίδα μαζί με την «Washington Post», το CNΝ και γενικότερα τα «μέινστριμ μίντια» συναγωνίζονταν επάξια, αν δεν ξεπερνούσαν, σε αριθμό προεδρικών ύβρεων τους Δημοκρατικούς ή τον Τζέιμς Κόμεϊ, τον πρώην διευθυντή του FBI. Από υποψήφιος ακόμα, ο Τραμπ κατακεραυνώνει ξανά και ξανά, τόσο στις ομιλίες του όσο και στο Twitter, αυτά που αποκαλεί «fake news» – συνήθως, ρεπορτάζ και άρθρα που επικρίνουν την προεδρία του ή αναφέρονται στη συνεχιζόμενη έρευνα του Ρόμπερτ Μιούλερ για την εμπλοκή της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016. Μόλις λίγες ημέρες αφότου εξελέγη, κατήγγειλε τον Τύπο ως «εχθρό του αμερικανικού λαού», θυμίζοντας σε πολλούς τον Στάλιν, τον Χίτλερ ή τον Μάο. Οπως και ο Νίξον, έτσι και ο Τραμπ έχει απειλήσει να ανακαλέσει τις τηλεοπτικές άδειες σταθμών που μεταδίδουν ενοχλητικά για αυτόν ρεπορτάζ – το έκανε μεταξύ άλλων με το NBC. Εχει επίσης απειλήσει να περάσει πολύ πιο αυστηρούς νόμους για τη συκοφαντική δυσφήμηση, που θα μπορούσαν εύκολα να περιορίσουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του Τύπου και της έκφρασης. Και δεν περιορίστηκε στην ανάκληση της διαπίστευσης του Ακόστα, απείλησε με ανάκληση και άλλων διαπιστεύσεων δημοσιογράφων που δεν «δείχνουν σεβασμό».

Θα μπορούσε βέβαια να χαρακτηρίσει κανείς τη σχέση Τραμπ – ΜΜΕ ως ορισμό της σχέσης αγάπης και μίσους. Μπορεί ο αμερικανός πρόεδρος να υποστηρίζει πως απεχθάνεται τα «μέινστριμ μίντια», αλλά τα χρησιμοποιεί συχνά για να προωθήσει την ατζέντα του. Από την άλλη πλευρά, οι αλλεπάλληλες, συχνά παραληρηματικές επιθέσεις του έχουν εξασφαλίσει σε εφημερίδες όπως οι «New York Times» αρκετούς επιπλέον συνδρομητές. Σε συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στην Κριστιάν Αμανπούρ, στο CNN, ο πάλαι ποτέ παρουσιαστής του ιδιαίτερα επιτυχημένου «Daily Show», ο Τζον Στιούαρτ, εξέφρασε την εκτίμηση πως ο Τραμπ εκμεταλλεύεται τον «ναρκισσισμό» των μίντια: «Νομίζω πως οι δημοσιογράφοι παίρνουν τα πράγματα προσωπικά. Νιώθουν προσωπικά προσβεβλημένοι από αυτόν τον τύπο. Τους ρίχνει το δόλωμα και εκείνοι τσιμπάνε. Και έτσι καταφέρνει και αλλάζει τη συζήτηση, το θέμα παύει να είναι οι ανόητες ή αναποτελεσματικές ή ό,τι άλλο πολιτικές του, όλο το θέμα γίνεται αυτή η μάχη. Και θα την κερδίσει αυτήν τη μάχη» δήλωσε.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, όμως, ίσως να βρίσκεται αλλού. Στην επισήμανση που έκανε τις προάλλες στους «Financial Times» ο Γκίντεον Ράχμαν: μπορεί ο Τραμπ να επιδεικνύει τα ένστικτα ενός δικτάτορα, σημείωσε, αλλά ο πρόεδρος των ΗΠΑ δεν επιχειρεί εντός μιας δικτατορίας. Ο Τζιμ Ακόστα υπέστη άδικη μεταχείριση. Δεν θα χάσει όμως ούτε την ελευθερία του ούτε τη δουλειά του. Και η αντιπαράθεση έλαβε χώρα στο πλαίσιο μιας συνέντευξης Τύπου, στη διάρκεια της οποίας ο αμερικανός πρόεδρος βομβαρδιζόταν επί 90 λεπτά με ερωτήσεις. Παραδόξως, οι δημοσιογράφοι που κινδυνεύουν περισσότερο από τις επιθέσεις του Τραμπ στα μίντια είναι πιθανότατα εκείνοι που βρίσκονται εκτός των ΗΠΑ. Στο κάτω κάτω, αν ο αμερικανός πρόεδρος αποκαλεί τους δημοσιογράφους «εχθρό του λαού», γιατί να διαφωνήσουν οι πρόεδροι της Τουρκίας, της Κίνας ή της Ρωσίας; Ο Τραμπ έχει προσφέρει ακούσια στους απανταχού δικτάτορες και τους απανταχού λαϊκιστές ένα νέο λεξιλόγιο: με το που έρχονται αντιμέτωποι με μια ενοχλητική αλήθεια ή ερώτηση, τις απορρίπτουν ως «fake news». Και κάπως έτσι η παγκόσμια επίθεση κατά της ελευθερίας του Τύπου εντείνεται.