Το διάβασμα είναι ένας άλλος τρόπος να είσαι κάπου, είχε πει ο Ζοζέ Σαραμάγκου. Παραφράζοντας λίγο τον πορτογάλο νομπελίστα συγγραφέα, θα μπορούσε να πει κανείς ότι και για τα ελληνικά κόμματα ο τρόπος που διαβάζει το καθένα τους τις δημοσκοπήσεις είναι ένας άλλος τρόπος να βρεθούν στη θέση που επιθυμούν να βρίσκονται την επομένη των εκλογών. Η ανάγνωση – ή αν προτιμάτε η αναγωγή – που κάνει έκαστο από αυτά, και ειδικά τα δύο μεγάλα, στο «περιεχόμενο» του ποσοστού της αδιευκρίνιστης ψήφου των μετρήσεων κοινής γνώμης αποκαλύπτει τους ευσεβείς πόθους Μαξίμου, Πειραιώς και Χαριλάου Τρικούπη.

Υπάρχει ένα ποσοστό της τάξης του 18% – ορισμένοι δημοσκόποι το ανεβάζουν στο 20% -, το οποίο οι μεν πρώτοι θεωρούν με βάση τις δικές τους αναγωγές ότι τους εξασφαλίζει μια ψαλίδα γύρω στο 5% με τη ΝΔ – και κατά συνέπεια εκλογές ντέρμπι. Οι δε δεύτεροι διατείνονται σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις πως τους κλειδώνει μια πρωτιά με διαφορά σίγουρα 11 μονάδων, η οποία θα μπορούσε να φτάσει ακόμη και τις 14 μονάδες. Οσο για τους τρίτους, πιστεύουν ότι η συγκεκριμένη δεξαμενή ίσως τους προσφέρει το πολυπόθητο διψήφιο ποσοστό. Με άλλα λόγια,  το 18% – μπορεί και 20% – της λεγόμενης αδιευκρίνιστης ψήφου φαίνεται να τους βγάζει όλους νικητές.

Με τον όρο αδιευκρίνιστη ψήφο οι ειδικοί στις έρευνες αναφέρονται σε όσους δηλώνουν αναποφάσιστοι, σε αυτούς που ρίχνουν λευκό ή άκυρο, σε εκείνους που απέχουν και τέλος στους ερωτηθέντες που επιλέγουν το «δεν απαντώ». Οπως, μάλιστα επισημαίνουν, το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων αυτής της κατηγορίας δεν είναι αναποφάσιστοι. «Μας απαντούν «δεν ξέρω», ωστόσο μπορεί να έχουν αποφασίσει τι θα ψηφίσουν και να μη θέλουν να το πουν». Τι λένε, άραγε, οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, οι δημοσκόποι, για αυτούς τους αντικρουόμενους υπολογισμούς των κομματικών επιτελείων;

Από πού προέρχονται. Η πρώτη αντίδραση γνωστού αναλυτή είναι ότι «πιθανόν έχουν όλοι μια δόση αλήθειας». Οπως σημειώνει, «μεγάλο κομμάτι της αδιευκρίνιστης ψήφου προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω από ένας στους δυο, ενώ γύρω στο 10% από τη ΝΔ. Αν, λοιπόν, ακολουθήσουμε μια κατανομή με βάση την προέλευση των ψηφοφόρων, θα μειωθεί η ψαλίδα μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων». Επομένως, έχει μια λογική η συριζαϊκή προσέγγιση. Αλλά, από την άλλη, το γεγονός ότι πάνω από ένας στους δύο έχουν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 δεν καθιστά βέβαιο ότι θα ψηφίσουν και το 2019. «Τα κόμματα, εξάλλου,» υπογραμμίζει «χάνουν γιατί τα εγκαταλείπουν οι ψηφοφόροι τους. Οπως συνέβη στο ΠΑΣΟΚ το 2012, που του γύρισαν την πλάτη περίπου οκτώ στους δέκα ψηφοφόρους του».

Η παραπάνω πηγή εκτιμά ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ κάτι θα τσιμπήσει από την αδιευκρίνιστη ψήφο». Σπεύδει, όμως, να τονίσει ότι κάνει την εκτίμηση εμπειρικά, δεν υπάρχει καμία θεωρία που να τη βασίζει. «Η εμπειρία πλέον», προσθέτει, «δεν οδηγεί πάντα σε ασφαλή συμπεράσματα. Το 2012, π.χ., δεν είχαμε διαβλέψει από την μέχρι τότε πείρα μας φαινόμενα κατάρρευσης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ».

Το annus horribilis των δημοσκοπήσεων άλλαξε για πάντα τον τρόπο με τον οποίο όσοι ασχολούνται με αυτές προσεγγίζουν τη δουλειά τους. Γκρέμισε όλες τους τις βεβαιότητες. Εξού και στο ερώτημα «προς τα πού θα κινηθεί η αδιευκρίνιστη ψήφος;» οι περισσότεροι αποφεύγουν να δώσουν ξεκάθαρη απάντηση. Αντίθετα, επιμένουν ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια. Γι’ αυτό και υπό μια έννοια δίνουν δίκιο στις αναλύσεις και των τριών κομμάτων.

«Κλειδί» η ψαλίδα. Αν, πάντως, μπούμε στην επίσημη προεκλογική περίοδο με σαφή διαφορά μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, είναι εξαιρετικά πιθανό η διευρυμένη ψαλίδα να λειτουργήσει αποσυσπειρωτικά για αμφότερους τους εκπροσώπους του δικομματισμού. Η λογική είναι απλή. Εφόσον το κλίμα είναι πολωμένο, ένας αμφίθυμος ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ. Στην περίπτωση, όμως, μιας παγιωμένης διψήφιας διαφοράς με τη ΝΔ ίσως σκεφτεί να ψηφίσει Ζωή Κωνσταντοπούλου, φέρ’ ειπείν. Ή μπορεί να επιλέξει να μη σηκωθεί από τον καναπέ του. Το αντίστοιχο ισχύει και για τη ΝΔ. Εάν η κεντροδεξιά παράταξη δίνει την εντύπωση ότι κερδίζει εύκολα την αυτοδυναμία, θα επωφεληθούν τα σχήματα που βρίσκονται στα δεξιά της. Ενδεχομένως και το ΚΙΝΑΛ. Σε αυτό το σενάριο, βέβαια, το μεγαλύτερο πρόβλημα θα το αντιμετωπίσει το δεύτερο κόμμα – δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως όλα δείχνουν. «Ο αέρας του νικητή δημιουργεί τελικά συσπειρώσεις» λέει έμπειρος δημοσκόπος.

Τα άλλα κόμματα. Οσον αφορά τα μικρότερα κόμματα – ήτοι, το ΚΙΝΑΛ που προσβλέπει σε διψήφιο ποσοστό επειδή φιλοδοξεί να διαδραματίσει το ρόλο του ρυθμιστή μετεκλογικά -, η καλύτερη εκδοχή, σύμφωνα με τους αναλυτές, θα είναι η προεκλογική περίοδος να προμηνύει εκλογές που δεν θα κριθούν στον πόντο. Ωστε να έχουν τη δυνατότητα να αρθρώσουν μια ρητορική που θα θέτει στο εκλογικό ακροατήριο διλήμματα τα οποία θα βάζουν κι εκείνα στο παιχνίδι. Ή όπως διατυπώνεται στη δημοσκοπική διάλεκτο να διαμορφώσουν «προσδοκία ψήφου». «Αυτή η προϋπόθεση κάνει τα πράγματα δυσκολότερα για το ΚΙΝΑΛ» θεωρεί ένας άλλος δημοσκόπος. Γιατί; «Επειδή δεν ξεκαθαρίζει με ποιον προτίθεται να σχηματίσει κυβέρνηση». Σαν τον Πάνο Καμμένο που είχε πλασαριστεί ως «αναγκαίο καλό» το 2015. Το μόνο σίγουρο, άρα, σχετικά με την αδιευκρίνιστη ψήφο είναι το παλιό κλισέ, πως η κάλπη είναι γκαστρωμένη.