Μια στήλη επιφυλλιδογραφική που εκ των πραγμάτων κινείται στις παρυφές των μεγάλων γεγονότων και εστιάζει σε «λεπτομέρειες», επόμενο είναι να την έχει μαγνητίσει κάτι πραγματικά ανατριχιαστικό όπως μάλιστα παρατηρείται σε ομοειδείς περιπτώσεις, αν περιπτώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, ο Ακης Τσοχατζόπουλος και ο Γιάννος Παπαντωνίου κατά τη μεταφορά τους στις φυλακές. Δεν είναι η αντίθεση ανάμεσα στον αέρα της παντοδυναμίας που εξέφραζαν όταν κατείχαν τα αξιώματα για τα οποία έγιναν γνωστοί, πασίγνωστοι για την ακρίβεια, και το πανικόβλητο και τρομαγμένο ύφος μέσα στη σημερινή τους συνθήκη.

Η αντίθεση αυτή θα χαρακτήριζε τον οποιονδήποτε καθημερινό και μη προνομιούχο άνθρωπο που θα είχε διαπράξει μια αντίστοιχη κατάχρηση. Λάθος δικό μας να πιστέψουμε ότι επειδή είχαν κατακτήσει ύπατα αξιώματα, είχαν πάψει να είναι άνθρωποι καθημερινοί με τα ίδια ακριβώς, ή μάλλον πολύ πιο επιδεινωμένα ενδιαφέροντα σε σχέση με έναν άνθρωπο μη γνωστό, με ελαστική στην επιεικέστερη περίπτωση συνείδηση, που ορέγεται την εξουσία. Η ανατριχιαστική, κοινή και για τους τρεις λεπτομέρεια που σημειώσαμε στην αρχή, είναι ο τρόπος με τον οποίο κρύβουν με τα σακάκια τους τις χειροπέδες. Σάμπως και θα ήταν η θέα τους που θα τους ταπείνωνε, ή αν δεν γίνονταν άμεσα αντιληπτές θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς τις καταχρήσεις για τις οποίες κατηγορούνται.

Το επιμελές κρύψιμο των χειροπέδων με τα σακάκια και μάλιστα από πρόσωπα που συνέβη να πρωταγωνιστήσουν στη δημόσια ζωή, αποκαλύπτει μια πάγια ασθένεια της κοινωνίας μας αλλά και του κάθε ανθρώπου χωριστά όταν λογαριάζεται – αν λογαριάζεται – με τη συνείδησή του. Δηλαδή μια πράξη πρωτίστως ηθικά αξιόποινη να υπάρχει μόνο όταν γίνεται γνωστή. Αν συμβεί να μην την αντιληφθεί κανείς, όσο καταστρεπτικές συνέπειες κι αν προκάλεσε, να είναι σαν να μην υπήρξε. Το πιο αξιοπερίεργο όμως σε σχέση με τα τρία πρόσωπα είναι ότι ακόμα και τη στιγμή που έχει προκύψει για τους ίδιους με έναν συγκλονιστικό τρόπο το «ενώπιος ενωπίω», φαίνεται να μην τους ενδιαφέρει παρά η διάσωση των προσχημάτων – να μη φανούν δηλαδή οι χειροπέδες – πράγμα που κάνει ακόμα πιο αβυσσαλέα τη διαφορά ανάμεσα στο ύψος που είχαν κατακτήσει και την πτώση τους, έστω κι αν οι ίδιοι φαντάζονται πως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο.

Αν θα μπορούσε να αντλήσει κανείς ένα επιπλέον ηθικό συμπέρασμα ή δίδαγμα – πώς αλήθεια να το πεις; – σε σχέση με όλη αυτή την υπόθεση, είναι πως η κοινωνία του θεάματος που παράστεκε και στους τρεις τους όταν την τροφοδοτούσαν με την επίδειξη των μεγαλείων και της εξουσίας τους, το ίδιο αδηφάγα θα παραμείνει τώρα που θα ήθελαν αν ήταν δυνατόν να έχει καταποντιστεί. Οταν όμως υπολογίζεις στη συμφέρουσα για σένα πλευρά της δημοσιότητας και μάλιστα εξαντλώντας την ώς τα ακρότατα όριά της, την έχεις προετοιμάσει με μαθηματική ακρίβεια ώστε να σε μεταχειριστεί με την πιο δυσάρεστη και απάνθρωπη μορφή της.