Η κήρυξη του πολέμου του 1940 με βρήκε να υπηρετώ ως έφεδρος ανθυπολοχαγός διαβιβάσεων στα μακεδονικά οχυρά και συγκεκριμένα στο οχυρό «Λίσσε» που, μαζί με τα «Πυραμιδοειδές», «Ντάσαβλι», «Περιθώρι» και «Μαλιάγκα», συγκροτούσαν τη γραμμή άμυνας του Κάτω Νευροκοπίου ανάμεσα στα όρη Φαλακρό και Ορβηλος.

Τα οχυρά αυτά, καθώς και εκείνα της πλευράς του «Ρούπελ», αποτελούσαν τη λεγόμενη «Γραμμή Μεταξά», κατ’ αναλογία με την περίφημη «Γραμμή Μαζινό» στα γαλλογερμανικά σύνορα. Ηταν ισχυρές τσιμεντένιες κατασκευές, στην πραγματικότητα μιλάμε για στοές κάτω από το έδαφος, με προεξέχοντα μόνο τα πολυβολεία που είχαν σχεδιαστεί από τον στρατηγό του Μηχανικού Γεώργιο Κων. Παλαιολόγο, μετέπειτα στρατιωτικό διοικητή του ΕΛΑΣ Κατερίνης, για την αντιμετώπιση τυχόν βουλγαρικής επίθεσης και όχι της σιδερόφραχτης γερμανικής μηχανής.

Στις αρχές του 1941 ο διοικητής του «Λίσσε», ο ταγματάρχης Διττοράκης, με μετέθεσε στο «Πυραμιδοειδές» για να οργανώσω και εκεί τις τηλεφωνικές γραμμές και γενικότερα τις επικοινωνίες. Μου είχε επίσης ανατεθεί η οργάνωση της καταστροφής των ξύλινων γεφυρών μέσω των οποίων γινόταν η πρόσβαση στα οχυρά και η ανατίναξη μέρους της αντιαρματικής τάφρου σε περίπτωση προσβολής τους. Στο Κάτω Νευροκόπι στάθμευε περισσότερο για θέματα ασφάλειας μια διμοιρία Πεζικού με την εντολή να υποχωρήσει σε περίπτωση επίθεσης προς Δράμα.

Στο οχυρό υπηρετούσαμε γύρω στα είκοσι άτομα – οπλίτες και αξιωματικοί. Προετοιμαζόμασταν ν’ αντιμετωπίσουμε την επίθεση των Γερμανών, την αναμενόμενη μετά τη συντριβή των ιταλών συμμάχων τους, στο αλβανικό μέτωπο. Και πράγματι εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου του 1941 με μεγάλες δυνάμεις τεθωρακισμένων. Μόλις αποχώρησε η διμοιρία, με το συνεργείο που είχα καταρτίσει, ανατινάξαμε και κάψαμε τη γέφυρα καθώς και μέρος της τάφρου, οπλίσαμε και τοποθετήσαμε σε καίρια σημεία τις νάρκες και περιμέναμε την εμφάνιση των Γερμανών.

Οταν στις 12 το μεσημέρι της 6ης Απριλίου τα πρώτα γερμανικά μηχανοκίνητα έκαναν την εμφάνισή τους, τα αφήσαμε να προχωρήσουν σχεδόν ώς τα μέσα του υψιπέδου. Στη συνέχεια τους «υποδεχτήκαμε» με καταιγισμό από στοχευμένες βολές του πυροβολικού μας, πολυβολισμοί που τους προξένησαν μεγάλες απώλειες και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν.

Η σφοδρή ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, με αποτέλεσμα να καθηλωθεί η σιδερόφραχτη γερμανική μεραρχία. Παρατηρήθηκε όμως ένα περίεργο φαινόμενο, ενώ ο καιρός ήταν ανοιξιάτικος, έπεσε χιόνι δέκα πόντων αποκλειστικά και μόνο στο υψίπεδο του Νευροκοπίου! Οπως μου εξήγησε αργότερα ένας καθηγητής Φυσικής, το γεγονός αυτό οφειλόταν στη διατάραξη της συνοχής της ατμόσφαιρας. Οι πολλές εκρήξεις των βλημάτων είχαν ως συνέπεια να κατεβούν οι ψυχρές αέριες μάζες, να ψυχθούν οι υδρατμοί και να πέσουν με τη μορφή του χιονιού.

Την επομένη το πρωί ο παρατηρητής του οχυρού ειδοποίησε τον διοικητή μας, τον λοχαγό Παναγιώτη Ρογκάκο, ότι ένας Γερμανός κινούνταν σε κοντινή απόσταση από το οχυρό. Ο διοικητής με διέταξε να τον συλλάβω. Πράγματι, μαζί με έναν δεκανέα ονόματι Νινιό και έναν ακόμη στρατιώτη, πήραμε ένα οπλοπολυβόλο και βγήκαμε στην επιφάνεια του εδάφους. Πλησιάσαμε τον Γερμανό. Ο Νινιός που μιλούσε γερμανικά του ζήτησε να παραδοθεί, ο Γερμανός όμως επιχείρησε ν’ αντισταθεί. Διέταξα τον στρατιώτη να του ρίξει μια προειδοποιητική βολή στα πόδια. Τότε ο Γερμανός πέταξε τον οπλισμό του, σήκωσε τα χέρια ψηλά και τον συλλάβαμε.

Του δέσαμε τα χέρια και τα μάτια και τον οδηγήσαμε στο οχυρό όπου ο έφεδρος ανθυπίατρος Παναγιωτόπουλος, που επίσης ήταν γερμανομαθής, τον πήρε για ανάκριση. Ο απρόσκλητος και άρτια εξοπλισμένος εισβολέας, ένας ξανθός και στρουμπουλός κοκκινομάγουλος Γερμανός ονόματι Χανς, έτρεμε σαν το ψάρι. Μας έδειχνε τη φωτογραφία της γυναίκας του και των παιδιών του και εκλιπαρούσε να τον λυπηθούμε. Ο ανθυπίατρος τον καθησύχασε λέγοντάς του ότι οι Ελληνες δεν είναι βάρβαροι, τιμούν το δίκαιο του πολέμου και σέβονται τους αιχμαλώτους. Οταν διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο να τον πειράξουμε, ηρέμησε, γελούσε και έγινε λαλίστατος.

Στη συνέχεια τον στείλαμε με συνοδεία στην έδρα της Μεραρχίας, στη Δράμα. Οπως μάθαμε αργότερα, οι κάτοικοι όταν πληροφορήθηκαν ότι έρχεται ο πρώτος γερμανός αιχμάλωτος βγήκαν στους δρόμους να τον περιεργαστούν προσφέροντάς του γλυκά και τσιγάρα.

Τις επόμενες μέρες συνεχίσαμε να αναχαιτίζουμε τη γερμανική επίθεση με πυρά ακριβείας, ώσπου εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο με λευκή σημαία. Πάνω του επέβαινε ένας γερμανός λοχαγός. Σταματήσαμε τις βολές και ο διοικητής βγήκε από το οχυρό και συναντήθηκε μαζί του. Ο γερμανός λοχαγός διαμαρτυρήθηκε έντονα γιατί εξακολουθούσαμε να αντιστεκόμαστε, ενώ ο διοικητής των στρατευμάτων Ανατολικής Μακεδονίας στρατηγός Κ. Μπακόπουλος είχε ήδη υπογράψει πρωτόκολλο συνθηκολόγησης με τον διοικητή της 29ης Γερμανικής Μεραρχίας, τον στρατηγό Φάϊελ. Του είπαμε να επιστρέψει στη βάση του και επικοινωνήσαμε με τη Μεραρχία στη Δράμα.

Δυστυχώς ήταν αλήθεια. Συγκεντρώσαμε τους στρατιώτες και τους προτρέψαμε, όσοι ήταν από κοντινά χωριά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Την επομένη, μέσα σε έντονα φορτισμένο συγκινησιακά κλίμα, παραδώσαμε το απόρθητο οχυρό μας. Οι Γερμανοί, αφού έπλεξαν το εγκώμιο για τη γενναιότητα της αντίστασής μας, παρά το άνισο των δυνάμεών μας και τον απηρχαιωμένο εξοπλισμό μας και αφού μας συνεχάρησαν για το άψογο των βολών του πυροβολικού μας, μας έβαλαν σε αυτοκίνητα και μας μετέφεραν αρχικά στο Νευροκόπι και κατόπιν στη Βροντού αφήνοντάς μας ελεύθερους.

Αυτά συνέβησαν στο οχυρό «Πυραμιδοειδές» όπου υπηρέτησα. Οπως αναφέρει ο Γεώργιος Ρούσσος στην Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, η επίθεση στα οχυρά στοίχισε στους Γερμανούς περίπου 15.000 νεκρούς και τραυματίες, χώρια οι απώλειες σε άρματα.

Αρχικά επέστρεψα στην Καβάλα. Ομως μετά την κάθοδο των συμμάχων των Γερμανών, των Βουλγάρων, επειδή ως αξιωματικός που ήμουν κινδύνευα να με συλλάβουν και να με στείλουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, μπήκα σ’ ένα καΐκι και με περιπετειώδη τρόπο έφτασα στην Αθήνα, όπου είχαν ήδη εγκατασταθεί μετά την πτώση του αλβανικού μετώπου η μητέρα μου και τα αδέλφια μου. Λίγο μετά τη διαφυγή μου, βούλγαροι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι μας, το λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα πάντα. Οπως μας είπαν, όταν επιστρέψαμε, οι γείτονες οι οποίοι κατάφεραν να αποτρέψουν την πυρπόλησή του, κάρφωναν με τις ξιφολόγχες τους τα βιβλία της βιβλιοθήκης του αδελφού μου, αδελφικού φίλου του ποιητή Γ.Σ. Στογιαννίδη, και τα εκσφενδόνιζαν στο δρόμο όπου και τους έβαζαν φωτιά.