Βραχύβιο αποδείχθηκε το αγοραστικό ενδιαφέρον το οποίο εκδηλώθηκε χθες για τις τραπεζικές μετοχές, μετά την παρέμβαση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Ακολουθώντας ένα σερί πτώσης του τραπεζικού δείκτη πάνω από 11% το προηγούμενο τριήμερο, στη διάρκεια της χθεσινής συνεδρίασης οι μετοχές των τραπεζών έφτασαν αρχικά να γράφουν κέρδη έως και 9,76%. Στο κλείσιμο η πτώση των τιμών τους έφτασε έως και το 3,90%. Συνολικά, άλλωστε, ο γενικός δείκτης τιμών στο Χρηματιστήριο Αθηνών έκλεισε με οριακές απώλειες 0,05%, με το μέλλον να προδιαγράφεται αβέβαιο σε ένα περιβάλλον έντονων διεθνών αναταράξεων, με τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια στο κόκκινο, τις αποδόσεις των ομολόγων σε τροχιά ανόδου και παράγοντες εσωτερικής ανησυχίας να προστίθενται σε ένα βεβαρημένο σκηνικό.

Ο Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος τις προηγούμενες ημέρες είχε βρεθεί για μία ακόμα φορά στο στόχαστρο της κυβέρνησης (σιωπά όταν πρέπει να μιλήσει, είχε δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος), παρενέβη χθες δίνοντας διαβεβαιώσεις για την υγεία του τραπεζικού συστήματος.

«Οι χρηματιστηριακές εξελίξεις του τραπεζικού κλάδου τις προηγούμενες ημέρες δεν σχετίζονται με την υγεία των ελληνικών τραπεζών, αλλά με καθαρά εξωγενείς παράγοντες, όπως η άνοδος των επιτοκίων διεθνώς και ιδιαίτερα σε γειτονικές με την Ελλάδα χώρες» δήλωσε.

Αφορμή για τις δηλώσεις στάθηκε ανακοίνωση για την έγκριση του ΔΣ της ΕΚΤ σε νέα μείωση κατά 200 εκατ. ευρώ (στα 5 δισ. ευρώ) του ανώτατου ορίου παροχής έκτακτης ρευστότητας (ELA) προς τις ελληνικές τράπεζες. «Η συνεχιζόμενη βελτίωση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών αντανακλά τη βελτίωση της κατάστασης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος» πρόσθεσε ο διοικητής.

Οι δηλώσεις του Γιάννη Στουρνάρα φάνηκε αρχικά να επιδρούν ενισχύοντας το αγοραστικό ενδιαφέρον. Αποδείχθηκαν όμως εκ των πραγμάτων ανεπαρκείς να αποκρούσουν τις νέες πιέσεις οι οποίες εκδηλώθηκαν λίγο αργότερα. Η αγορά καλοδέχεται τις καθησυχαστικές δηλώσεις από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά φαίνεται να περιμένει δράσεις – και όχι λόγια – από την πλευρά της κυβέρνησης.

ΕΚΘΕΣΗ MOODY’S. Τα αδύνατα σημεία σε τράπεζες και οικονομία στα οποία η κυβέρνηση θα πρέπει να απαντήσει αναδεικνύονται με έκθεση της Μoody’s. Σημειώνει πως οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν «πιεσμένες», καταγράφει τις απώλειες τις οποίες υπέστησαν στη διάρκεια της κρίσης, το εγχώριο πολιτικό ρίσκο και την υψηλή ευαισθησία σε ρίσκο.

Από τον Δεκέμβριο του 2011 έως και τις 31 Ιουλίου 2018, το ενεργητικό των ελληνικών τραπεζών υποχώρησε με μέσο ετήσιο ρυθμό 7%, ενώ στο ίδιο διάστημα οι επενδύσεις με μέση ετήσια μείωση 15% διαμορφώθηκαν σε 25 από 72 δισ. ευρώ. «Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού παραμένει η βασική πρόκληση για τις τράπεζες, οι οποίες είχαν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ύψους 89 δισ. ευρώ τον Ιούλιο του 2018» σημειώνει.  Πέρα από τις αδυναμίες των ίδιων των τραπεζών, η Moody’s έρχεται να επαναλάβει τους προβληματισμούς της για την ελληνική οικονομία αλλά και τη διακυβέρνηση. «Η ισχύς των θεσμών στην Ελλάδα είναι χαμηλή… η αποδοτικότητα της ελληνικής κυβέρνησης έχει επιδεινωθεί την τελευταία δεκαετία… η ευαισθησία της χώρας στο ρίσκο παραμένει υψηλή κυρίως λόγω των ρίσκων που σχετίζονται με τον τραπεζικό κλάδο… το εγχώριο πολιτικό ρίσκο παραμένει, δεδομένης της μικρής πλειοψηφίας της κυβέρνησης στη Βουλή και της ανάγκης αναζήτησης συνετών δημοσιονομικών πολιτικών από σειρά κυβερνήσεων για πολλά χρόνια» είναι ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές επισημάνσεις.

ΤΟ ΞΗΛΩΜΑ. Τραπεζικές πηγές στέκονται ιδιαίτερα στην «ανάγκη αναζήτησης συνετών δημοσιονομικών πολιτικών για χρόνια», εκτιμώντας πως οι αγορές εισπράττουν αρνητικά το γεγονός πως η κυβέρνηση φαίνεται να έχει επικεντρωθεί στο ξήλωμα των μνημονιακών δεσμεύσεων, παρά στην ανάγκη να δοθεί ισχυρό μήνυμα συνέχισης των μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς. Η παράμετρος αυτή έρχεται να προστεθεί, κατά την εκτίμηση των ίδιων πηγών, σε ένα ταραγμένο διεθνές περιβάλλον, όπου τα αμερικανικά ομόλογα αγγίζουν ιστορικά υψηλά αποδόσεων (η Wall Street άνοιξε χθες με πτώση περίπου 400 μονάδων), η ιταλική κυβέρνηση βρίσκεται σε ανοιχτή ρήξη με τις Βρυξέλλες και μοιάζει να περιμένει απλώς την – αναμενόμενη, σύμφωνα με τη Citigroup – υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας έως το τέλος Οκτωβρίου και οι αναλυτές προειδοποιούν πως η ευρωζώνη δεν είναι έτοιμη να διαχειριστεί την επόμενη κρίση.

ΑΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΙ. Η Fitch χθες με νέα της ανάλυση εκτιμούσε ότι οι ανεπτυγμένες οικονομίες είναι απροετοίμαστες να αντέξουν την επόμενη ύφεση, εστιάζοντας ιδίως σε χώρες με υψηλό δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα. «Οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ή αδύναμο ιστορικό στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών τους έχουν μικρά περιθώρια για να απορροφήσουν μια σημαντική επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών τους» υπογραμμίζει, αφού νωρίτερα έχει παραθέσει τις χειρότερες επιδόσεις χρέους προς ΑΕΠ, ξεκινώντας από την Ελλάδα (183% του ΑΕΠ) και την Ιταλία (131%) και καταλήγοντας στις ΗΠΑ (101% του ΑΕΠ). «Μια αύξηση του χρέους κατά 16% οδηγεί σε επίπεδα τα οποία δεν είναι συμβατά με τις τρέχουσες αξιολογήσεις σε πολλές χώρες» σημειώνει.