Η κατανάλωση ενέργειας στα παλαιά κτίρια χαμηλής ενεργειακής απόδοσης θα πρέπει να μειωθεί κατά 16% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020, σύμφωνα με τη νέα αναθεωρημένη κοινοτική οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων.
Η οδηγία αυτή θέτει ως τελικό στόχο όλα τα κτίρια να είναι μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Η εναρμόνισή της με την ελληνική νομοθεσία αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Μαρτίου του επόμενου έτους.
Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι πάνω από το 80% του κτιριακού αποθέματος έχει ανεγερθεί πριν από το 1985. Αυτό σημαίνει ότι εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες είναι ενεργειακά υποβαθμισμένες, με αποτέλεσμα υψηλότερους λογαριασμούς ενέργειας για τους ιδιοκτήτες.
Σύμφωνα με στοιχεία της ΠΟΜΙΔΑ, περίπου ένα εκατομμύριο ακίνητα – δηλαδή το 30% του συνόλου – κατατάσσονται στις δύο χαμηλότερες ενεργειακές βαθμίδες. Το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία στους ιδιοκτήτες για το πώς θα εξασφαλίσουν τα απαραίτητα κονδύλια για τις αναγκαίες παρεμβάσεις, προκειμένου να επιτύχουν τους νέους στόχους και να προστατεύσουν την αξία των ακινήτων τους.
Με τη συνδρομή του ενεργειακού επιθεωρητή της ΠΟΜΙΔΑ, δρος Απόστολου Ευθυμιάδη, «ΤΑ ΝΕΑ» παρουσιάζουν μέσα από 20 ερωτήσεις και απαντήσεις όσα πρέπει να γνωρίζουν οι ιδιοκτήτες, ώστε να συμμορφωθούν με τη νέα κοινοτική οδηγία και να ενισχύσουν ενεργειακά τα σπίτια τους.
Οι στόχοι της οδηγίας
Η αναθεωρημένη οδηγία προβλέπει μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, σε σχέση με το 2020, κατά 16% έως το 2030, 22% έως το 2035, 48% έως το 2040, 74% έως το 2045 και πλήρη εξάλειψη έως το 2050.
Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική Πολιτεία θα πρέπει να καθορίσει αντίστοιχους στόχους για τα κτίρια, ιδίως για εκείνα πολύ χαμηλής ενεργειακής απόδοσης (κατηγορίες Η, Ζ ή Ε).
Εναρμόνιση και παρεμβάσεις
Η πλήρης εναρμόνιση της οδηγίας αναμένεται έως τις 30 Μαΐου 2026. Ωστόσο, οι στόχοι εξοικονόμησης ισχύουν ανεξάρτητα από την ημερομηνία αυτή, γεγονός που καθιστά αναγκαία την άμεση επιτάχυνση των ενεργειακών παρεμβάσεων.
Οι μεγαλύτερες επεμβάσεις απαιτούνται στις κατοικίες χαμηλών ενεργειακών κατηγοριών, ώστε να ανέβουν δύο ή τρεις βαθμίδες ΠΕΑ και να επιτύχουν εξοικονόμηση ενέργειας έως 50% μέχρι το 2035.
Τεχνικές λύσεις και εξοπλισμός
Για τα παλαιότερα κτίρια, όπως αυτά της δεκαετίας του ’70, βασικές παρεμβάσεις είναι η ρύθμιση της παρεχόμενης θερμότητας και η μέτρηση της ενέργειας ανά θερμαντικό σώμα. Αυτό επιτυγχάνεται με την εγκατάσταση θερμοστατικών κεφαλών και μετρητών θερμότητας, που επιτρέπουν τον απομακρυσμένο έλεγχο και τη βελτιστοποίηση της κατανάλωσης.
Εναλλακτικές μορφές θέρμανσης
Η αυτονόμηση διαμερίσματος εκτός κεντρικής θέρμανσης συνεπάγεται υψηλότερο κόστος, από 1.500 ευρώ για λέβητες συμπύκνωσης έως 4.000 ευρώ για αντλίες θερμότητας. Οι χρόνοι απόσβεσης κυμαίνονται από 3,5 έως 4 έτη, έναντι 1-1,5 έτους για την αυτονόμηση εντός κεντρικού συστήματος.
Από το 2025 απαγορεύονται οι επιδοτήσεις για λέβητες ορυκτών καυσίμων, ενώ από το 2040 προβλέπεται η πλήρης κατάργησή τους στην ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά, οι λέβητες συμπύκνωσης παραμένουν οικονομικά αποδοτικοί και φθηνότεροι κατά το ένα τρίτο σε σχέση με τις αντλίες θερμότητας.
Κτίρια μηδενικών εκπομπών
Τα νέα δημόσια κτίρια θα πρέπει να είναι μηδενικών εκπομπών από το 2028, ενώ τα ιδιωτικά από το 2030. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω συνδυασμού τεχνολογιών, όπως εξωτερική θερμομόνωση, αντλίες θερμότητας, φωτοβολταϊκά και παθητικά συστήματα θέρμανσης.
Για τα υφιστάμενα κτίρια, ο στόχος είναι η πλήρης μετατροπή τους σε κτίρια μηδενικών εκπομπών έως το 2050. Κρίσιμος παράγοντας αποτελεί η ύπαρξη χώρου για φωτοβολταϊκά ή άλλες μορφές ενεργειακού συμψηφισμού.
Θερμομόνωση και πρακτικές οδηγίες
Η θερμομόνωση των τοίχων, στεγών και πιλοτών θεωρείται από τις πιο αποδοτικές και οικονομικά συμφέρουσες παρεμβάσεις. Οι ειδικοί συνιστούν στους ιδιοκτήτες να προχωρούν άμεσα σε έργα με χρόνο απόσβεσης έως 1,5 έτος, χωρίς να περιμένουν ένταξη στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ», το οποίο είναι καταλληλότερο για επενδύσεις με μεγαλύτερους χρόνους απόσβεσης.