Το ίδιο το έργο, το δεύτερο της Πηνελόπης Δέλτα μετά το «Για την πατρίδα» (1909), έχει περάσει στην εργογραφία του πρώιμου 20ού αιώνα με την ανεξίτηλη σφραγίδα του «κλασικού». Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» εκτυλίσσεται στην άχρονη φανταστική «Χώρα των Μοιρολάτρων», όπου βασιλιάς είναι ο Αστόχαστος και βασίλισσα η Παλάβω. Ο γιος τους ονομάζεται Συνετός και οι κόρες τους Ζήλιω, Πικρόχολη και Ειρηνούλα.
Η ιστορία αρχίζει όταν ο Αστόχαστος έχει ήδη οδηγήσει τη χώρα του στην απόλυτη κατάρρευση και τη χρεωκοπία (αναμνήσεις από την Ελλάδα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα). Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να εγκαταλείπουν τον τόπο τους -το ίδιο και ο αρχικαγκελάριος παίρνοντας μαζί του ό,τι είχε απομείνει στο δημόσιο ταμείο. Το κράτος επιβιώνει μόνο χάρη στην οικονομική βοήθεια από τα γειτονικά βασίλεια, όπου βασιλεύουν ο «Εξάδελφος Βασιλιάς» και ο «Θείος Βασιλιάς». Το Βασιλόπουλο θέλει επίσης να ξενιτευτεί, αλλά πείθεται από την κυρα-Φρόνηση να μείνει, να γνωρίσει από κοντά τον λαό του και να αγωνισθεί για την αναδιοργάνωση του κράτους. Το γεγονός αυτό τον φέρνει σε σύγκρουση με τους αξιωματούχους και όσους άλλους εκμεταλλεύονταν τις συνθήκες διάλυσης προς ίδιον όφελος. Ο Δικαστής, που ανήκει σε αυτή την κατηγορία, φεύγει από τη χώρα και πείθει τον Θείο Βασιλιά να εκστρατεύσει εναντίον της με τη βεβαιότητα ότι θα την κατακτήσει. Ο Συνετός ωστόσο κατορθώνει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στον λαό του, ο οποίος εξεγείρεται και κατατροπώνει τον εισβολέα. Αμέσως μετά αρχίζει η αναδιοργάνωση του κράτους με την επιμέλεια της κυρα-Φρόνησης.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1910. Το εθνικό τραύμα του 1897 είναι προφανώς πολύ νωπό, το ίδιο και η ταραχή που προκαλείται τον Δεκαπενταύγουστο του 1909 από το Κίνημα στο Γουδί, όπως επικράτησε. Στη νεότερη έκδοση των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης (Ηράκλειο, 2025) ξεχωριστή σημασία έχει η μελέτη της Ιωάννας Πετροπούλου που συνοδεύει το κείμενο και αναδεικνύει τα διαφορετικά στρώματα εξιστόρησης. Η νέα ανάγνωση, για παράδειγμα, παρέχει τη
δυνατότητα πρόσβασης στα άκρως εµπιστευτικά έγγραφα της Δέλτα και του Ίωνα Δραγούµη, τον οποίο είχε γνωρίσει το 1905 στην Αλεξάνδρεια (ο «κυκλώνας που σάρωσε τα πάντα» στη ζωή της, δεμένη μέχρι τότε με τον Στέφανο Δέλτα). Παράλληλα ιχνηλατεί τη βασανιστική διαδικασία, µέσα από την οποία η Δέλτα µεταβλήθηκε σε συγγραφέα. Βιώνοντας πολλαπλούς εγκλεισµούς και αποκλεισµούς χρησιµοποιεί «αόρατα» λεκτικά σηµάδια για να επικοινωνήσει µε τον αγαπηµένο της Ίωνα. Και δίχως να το δηλώνει, πιστή στο πνεύμα της εποχής, µεταποιεί σε παραµύθι την εξιστόρηση για τον «θάνατο του παλικαριού», του Παύλου Μελά.
Από το 1907 έως το 1913 η οικογένεια Δέλτα μένει στη Φρανκφούρτη, την πόλη που έχει επιλέξει ο Στέφανος για τις εμπορικές δραστηριότητες με τους Ευρωπαίους υφαντουργούς. Το 1908 η Δέλτα συναντάει τον Δραγούμη στο Ντάρμσταντ και τη Βιέννη ακούγοντας το όραμά του για την ένωση του έθνους και την αδιαφορία του για το «κράτος». Λίγο αργότερα, ωστόσο, η φήμη για τον δεσμό του με τη Μαρίκα Κοτοπούλη θα αποδειχθεί πραγματικότητα. Η Πηνελόπη Δέλτα έκτοτε μόνο μαύρα και ποτέ ξανά χρώμα. Στις αρχές του 1909 εντάσσει το γράψιμο στο καθημερινό της πρόγραμμα, ενώ αργότερα μαθαίνει τις ειδήσεις για το Κίνημα στο Γουδί, όπου ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος απαιτεί αναδιάρθρωση της χώρας εγκαινιάζοντας τις παρεμβάσεις του Στρατού στην πολιτική ζωή. «Θυμωμένη για την αδράνεια του παλατιού, σε ώρα τέτοιας κρίσεως σαν το Γουδί, έγραψα, στο θυμό μου απάνω, σε δέκα μέρες μέσα, το δεύτερο βιβλίο μου, ζωγραφίζοντας, στο πρόσωπο του αγοριού αρχηγού, τον Νεοέλληνα που θα έσωζε τον τόπο. “Προφητικό βιβλίο”, μου είπε χρόνια αργότερα ο Δελμούζος. “Προείδατε τον Βενιζέλο”. Δεν είχα προείδει τον Βενιζέλο που δε γνώριζα (σ.σ.: εννοεί εκείνο το διάστημα). Άλλον και άλλου δράση είχα νοσταλγήσει».
Από το μυθιστόρημα απουσιάζει -όπως και στα άλλα- η αρχαιότητα, ενώ η γλώσσα είναι η δημοτική. Η συγγραφέας παίρνει θέση στο ελληνικό πρόβλημα της εποχής -την ταπεινωτική ήττα του 1897- με το υπόγειο αίτημα της εθνικής ιδέας και του πατριωτικού ξυπνήματος.
Στην ανάλυσή της η Πετροπούλου καταθέτει μία υπόθεση εργασίας για δύο αφηγηματικά υποστρώματα που φωτίζουν αλλιώς το «Παραμύθι χωρίς όνομα». Το πρώτο αφορά τις επιστολές του Παύλου Μελά προς τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά από τον Μακεδονικό Αγώνα έως τις 13 Οκτωβρίου 1904, οπότε θανατώνεται στη Στάτιστα. «Από αυτόν τον άνθρωπο που ανήκει στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του Ίωνα, εμπνέεται η Πηνελόπη Δέλτα, χρησιμοποιώντας το κείμενό του, ως πρώτη ύλη» σημειώνει η Πετροπούλου. «Σε αυτό το υπόστρωμα εμφορούμενη από την εθνική ιδέα, μεταφέρει την ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα ευρισκόμενα, τα γράμματα του Μελά προς τη γυναίκα του Ναταλία Δραγούμη. Η συγγραφέας δεν αντιγράφει, δεν “κοπιάρει”, αλλά αντλεί, μεταφέρει το κλίμα, μετουσιώνει το πάθος και το πένθος σε τέχνη του λόγου». Ως δεύτερο δάνειο στρώμα υποδεικνύει το έργο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα» του Ίωνα Δραγούμη, αφιερωμένο στη μνήμη του Μελά (1907). Στο «Παραμύθι» η σκηνή του θανάτου του υπασπιστή Πολύδωρου -που φέρει πάνω του την πέτσινη ζώνη με τα έσοδα από τη βασιλική κορόνα- μοιάζει να προέρχεται απευθείας από τη μαρτυρία του συναγωνιστή του Παύλου Μελά, Νίκο Πύρζα: «Έβγαλε το πορτοφόλι με τις φωτογραφίες των παιδιών του και ξεζώθηκε. Τότε φανήκαν αίματα και έπεσαν λίρες κατά γης, γιατί είχε τρυπήσει το κεμέρι του η σφαίρα (σ.σ. των Τούρκων)». Η Δέλτα δεν θα χρησιμοποιούσε τη λέξη «κεμέρι» επειδή προφανώς ήταν ακατανόητη εκείνη την εποχή για τα παιδιά. Στη θέση της μνημονεύει πάνω από 10 φορές τη «ζώνη» [του Πολύδωρου] στις τελευταίες 56 σελίδες του «Παραμυθιού».