Ακόμη και στις στιγμές που οι μεγάλοι συγγραφείς –και οι κριτικοί- κρατάνε αποστάσεις ή εκφράζουν την απέχθειά τους για έργα ομοτέχνων τους, το κάνουν με ταλέντο.
Σεφέρης για Σικελιανό
Ο «μεγάλος Ανατολίτης» Γιώργος Σεφέρης κατέφευγε συχνά σε αφορισμούς για ομότεχνούς του, ειδικά όταν στη ζυγαριά της αξιολόγησης βάραινε η πληθωρικότητα της γραφής του «άλλου». Ο ίδιος είχε εξασκηθεί ώστε να είναι πολύ πιο συγκρατημένος στην έκφραση των συγκινήσεών του. Στις 25 Φεβρουαρίου 1940 γράφει για μια παλιότερη συνάντηση του Γιώργου Θεοτοκά με τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος διαμηνύει ότι δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του κουβέντα και βρίσκεται στην «πιο δημιουργική περίοδο της ζωής» του. Ο Σεφέρης -που εκτιμά πάντως τον Σικελιανό- σχολιάζει: «Ό,τι και να ‘ναι αυτός ο άνθρωπος, ό,τι κι αν αξίζει. ο στόμφος του, η πομπή του, ο κομπασμός του τον κάνουν κάποτε ανυπόφορο». Και στις 31 Αυγούστου επανέρχεται: «Ο Σικελιανός έχει αφιερώσει στον Κατσίμπαλη ένα ποίημα που το λέει “Haute actualite»… Μου φάνηκε απέραντο, σπρωγμένο για να πει κάτι με το στανιό. Μια περιγραφή που δεν είναι κακή στη μέση. Αλλά για όνομα θεού, αυτός ο λυρισμός γορίλα, στο τέλος, που θέλει όλα να τα καταβροχθίσει. Κάποτε υπάρχει κάτι τρομερά εξωτερικό σ’ αυτό τον άνθρωπο. Κι όμως έχει γράψει την “Ιερά Οδό”».
(Από τις «Μέρες Γ’», εκδ. Ίκαρος)
Σεφέρης κατά Καζαντζάκη
Στις 12 Σεπτέμβρη 1940 ο Γ.Σεφέρης σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ο Θεοτοκάς μου δάνεισε την Οδύσσεια (μ’ ένα σίγμα) του Καζαντζάκη. Πήγα καθώς βράδιαζε να την πάρω από το θυρωρό. Σήκωνα τους 33.333 στίχους με τα χοντρά τους στοιχεία, αυτό το υπέρογκο σχήμα. Ποτέ η ποίηση δε μου στάθηκε τόσο βαριά. Σπαρτιατική μονέδα, φτιαγμένη για να κυκλοφορεί δύσκολα». Και στις 21 Μάρτη 1965: «Χτες είδαμε το Ζορμπά, το φιλμ του Κακογιάννη – Καζαντζάκη. Με δηλητηρίασε όλη νύχτα και σήμερα πρωί. Όχι από συναίσθημα εθνικής προσβολής… Αλλά για την αυνπόφορη αναισθησία αυτού του ανθρώπου, του Καζ., που νομίζει πως είναι ευαίσθητος, που νομίζει πως είναι ερευνητής της αλήθειας για να μην πω φιλόσοφος. Δε με πειράζει ο σκοτωμός της χήρας -ούτε το πλιάτσικο στο σπίτι της ετοιμοθάνατης Ορτάνς… Ψεύτικη γλώσσα, ψεύτικες πόζες, απομιμήσεις αισθημάτων μου φαίνεται είναι ο Καζαντζάκης. Και δε βρέθηκε άνθρωπος να τον κρίνει, τόσα χρόνια που αλωνίζει ανάμεσό μας».
(Από τις «Μέρες Η’», επιμ.: Κατερίνα Κρίκου-Davis, εκδ. Ίκαρος, 2018)
Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος κατά Σεφέρη
Την 1η Ιουλίου 1947 ο Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος («Αστροφεγγιά») δημοσιεύει ένα άρθρο στη «Νέα Εστία», το οποίο τιτλοφορείται «Η φυσιολογία της υπερβολής». Η αφορμή είναι η «υιοθέτηση» του κατά τ’ άλλα πριμιτίφ ζωγράφου Θεόφιλου από την περίφημη «κλίκα», οι άνθρωποι της οποίας, σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο, πασχίζουν να μονοπωλήσουν την ελληνική πνευματική ζωή. Οι λογοτέχνες της δεν κατονομάζονται, αλλά είναι εμφανές ότι ταυτίζονται με τη «γενιά του ’30». Ο δε συγγραφέας έχει κατά νου τον Σεφέρη, όταν γράφει: «Στήσανε κ’ ένα Βούδα ανάμεσα τους, ποιητή με το νου παρά με την καρδιά και κριτικό συχνότατα ευρηματικό και κάποτες οξύτατο, αξιόλογο σε πολλά, μα όχι βέβαια και γι’ αποθέωση, και τον θυμιατίζουν με τρακόσα εξήντα πέντε άρθρα ο καθένας το χρόνο». Η διαμάχη με αντεγκλήσεις και άρθρα συνεχίστηκε έως τον Οκτώβριο του 1947 και σ’ αυτή συμμετείχαν κυρίως ο Ανδρέας Καραντώνης, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο Άλκης Θρύλος και εν μέρει ο Μ.Καραγάτσης.
Η κριτική για την «Ορθοκωστά» του Βαλτινού
Όταν τον 1994 κυκλοφορεί η «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού (εκδ. Άγρα), με μαρτυρίες για τις βιαιοπραγίες του ΕΛΑΣ στη Γορτυνία και την Αρκαδία το 1943- 1944, μερίδα της αριστερής κριτικής την καταγγέλλει ως «υπεράσπιση των ταγματασφαλιτών». Η βασική κατηγορία, δηλαδή, είναι ότι ο Βαλτινός δίνει φωνή στους δεξιούς – θύματα, οι οποίοι υφίστανται την «κόκκινη βία», αλλά αποσιωπά τη δική τους δράση εις βάρος των αριστερών. Τον συγγραφέα θα υπερασπιστούν με τον τρόπο τους ο Φίλιππος Ηλιού και ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος. Αντιθέτως, ο Άγγελος Ελεφάντης θα εξαπολύσει την επίθεσή του με άρθρο στο περιοδικό «Πολίτης» (τ.126, Ιούνιος-Ιούλιος 1994), απ’ όπου προέρχεται το παρακάτω απόσπασμα: «Ο συγγραφέας βλέπει μόνο το οπλισμένο χέρι, το μαχαίρι. Τα άλλα, οι Άγγλοι, οι Γερμανοί, ο ΕΛΑΣ, οι αντάρτες, οι μάχες, οι ιδέες, οι ιδεολογίες, οι νίκες, οι ήττες, η επιστράτευση του κόσμου στην Αντίσταση, ο Κανελλόπουλος, ο Άρης, ο Περκεζές, ο Παπαδόγκωνας, ο Κονταλώνης, ο Γιαννακόπουλος είναι σκιές που περνάνε απλώς στον ορίζοντα του ζόφου. Δεν είναι “ξεχασιάρης” ο Βαλτινός. Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο ξεχασιάρης, κανείς δεν βάζει τα πάντα στο ίδιο τσουβάλι, πετώντας και το ίδιο το τσουβάλι. Απλώς, ως ρεαλιστή, δεν τον ενδιαφέρουν τα άλλα, δηλαδή τα διακυβεύματα της εποχής. Θέλοντας να απομυθοποιήσει μιαν εν πολλοίς μυθοποιημένη ιστοριογραφία, όπου συμφύρονται αγιογραφίες, μαρτυρολόγια, ηρωογραφίες, δαιμονολογίες και αποσιωπήσεις, μια ιστοριογραφία εξωραϊσμού που κατανάλωσαν γενιές αριστερών, πήγε πολύ μακριά, πήρε τόσο μεγάλη απόσταση από τα πράγματα που κοιτάζοντας πίσω του βλέπει μόνο το ματωμένο μαχαίρι στα γύρω απ’ την Ορθοκωστά μέρη. Όπως κάθε ιχνηλάτης, είχε κι αυτός το φανάρι του για να φωτίσει τον σκοτεινιασμένο δρόμο: την ιδεολογία του. Το φανάρι του ωστόσο αποδεικνύεται κλεφτοφάναρο που δεν μπορεί να φωτίσει το τοπίο, φτιάχνει μόνο μια μικρή φωτεινή τρύπα, μια μαύρη τρύπα».
Μαρωνίτης εναντίον Γ.Ιωάννου, Ιωάννου εναντίον Μαρωνίτη
Στα τέλη Απριλίου του 1977, σε διάλεξή του στην «Τέχνη» της Θεσσαλονίκης με τίτλο «Η ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης – ερωτήματα για την επαρχιακή τέχνη», ο Δ.Ν.Μαρωνίτης κρίνει αρνητικά την πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου χαρακτηρίζοντάς της «επαρχιωτική» και επανέρχεται με τέσσερις επιφυλλίδες στο «Βήμα». Ο Γ. Ιωάννου είναι «ένας αποφασισμένος επαρχιώτης, που αποκρούει προκλητικά τις επιδρομές της ανοιχτής κοινωνίας, αθηναϊκής ή ευρωπαϊκής». Ως πεζογράφος «δεν είναι ριψοκίνδυνος», προτιμά «τα ακίνδυνα», τα οποία σχετίζονται με τα «ψευδοπολιτιστικά είδωλα» της Θεσσαλονίκης. Δεν φτάνει στην πλήρη απογύμνωση και αυτό συνδυάζεται -εμμέσως, αλλά αναπόφευκτα- με την «ανορθόδοξη ερωτική διάθεση» και την «ερωτική απόκλιση» του συγγραφέα.
Ο Γ.Ιωάννου ξεκινάει την αντεπίθεσή του το φθινόπωρο του 1977 και ουσιαστικά αυτή δεν θα σταματήσει παρά μόνο με τον θάνατό του (16 Φεβρουαρίου 1985). Κύριο όχημα είναι το περιοδικό «Φυλλάδιο», το οποίο εκδίδει με δικά του έξοδα. «Ο κ.Μαρωνίτης μπορεί στο χώρο της λογοτεχνίας, γενικότερο και ειδικότερο, να μην έχει καταλάβει, παρόλο που έχει πασχίσει αξιέπαινα, σημαντική θέση -για να το πω έτσι κομψά. Έχει όμως γίνει καθηγητής σε πανεπιστήμιο, αναλαμβάνει αενάως εντολές διδασκαλίας για τα νεοελληνικά, έχει στα χέρια του φοιτητές, γράφει σε μεγάλες εφημερίδες, κάνει το παν για να μη λείψει το όνομά του από κανένα αξιόλογο επεισόδιο της σύγχρονης πνευματικής ζωής, δίνει συνεντεύξεις, βγάζει λόγους, κάνει δηλώσεις, βάζει υποψηφιότητες…».