Όταν ο Ναπολέων υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από τη Ρωσία το 1812, είχε ήδη χάσει σχεδόν τα μισά από τα 600.000 στρατεύματα που είχε συγκεντρώσει για την εκστρατεία. Η ιστορία απέδωσε για δεκαετίες τη φρίκη της υποχώρησης σε ασθένειες όπως ο τύφος και η λεγόμενη «πυρετός των χαρακωμάτων», μαζί με την πείνα και το αφόρητο κρύο του ρωσικού χειμώνα. Τώρα όμως, μια νέα μελέτη από το Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι, με ανάλυση DNA από τα δόντια στρατιωτών που είχαν ταφεί στη Βίλνα της Λιθουανίας, έρχεται να αλλάξει την εικόνα.
Ο ερευνητής Nicolás Rascovan και η ομάδα του ανέλυσαν δείγματα από 13 στρατιώτες, χρησιμοποιώντας προηγμένες μεθόδους μεταγενωμικής — μια τεχνική που, σε αντίθεση με τις παλαιότερες, δεν ψάχνει μόνο για ύποπτα παθογόνα, αλλά εντοπίζει κάθε γενετικό ίχνος που υπάρχει στο δείγμα. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: δεν βρέθηκε κανένα ίχνος τύφου ή πυρετού των χαρακωμάτων, αλλά αντ’ αυτού εντοπίστηκε DNA από Salmonella enterica, που προκαλεί παρατυφοειδή πυρετό, και Borrelia recurrentis, μικρόβιο που μεταδίδεται από ψείρες και προκαλεί υποτροπιάζοντα πυρετό.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην πλατφόρμα bioRxiv, με την ερευνητική ομάδα να επισημαίνει ότι αυτά τα παθογόνα ενδέχεται να διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην εξόντωση δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών κατά την οπισθοχώρηση του Ναπολέοντα προς τα πολωνικά σύνορα μεταξύ Οκτωβρίου και Δεκεμβρίου 1812.
Ωστόσο, το εύρημα έρχεται σε σύγκρουση με τις κλασικές ιστορικές πηγές. Ο στρατιωτικός γιατρός J.R.L. de Kirckhoff, ο οποίος συνόδευσε την εκστρατεία, κατέγραψε εκτενώς περιπτώσεις τύφου, δυσεντερίας, πνευμονίας και ίκτερου. Παρόμοιες μαρτυρίες προκύπτουν και από άλλους αξιωματικούς και γιατρούς της εποχής. Η επιστημονική ομάδα αναγνωρίζει αυτή τη διάσταση, τονίζοντας ότι το DNA είναι συχνά αλλοιωμένο και σε μικρές ποσότητες, ειδικά όταν πρόκειται για δείγματα άνω των 200 ετών.
Και πράγματι, η ερευνήτρια Sally Wasef, από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία, θεωρεί ότι τα ευρήματα είναι «περισσότερο ενδεικτικά παρά αποδεικτικά». Όπως εξηγεί, τα συμπτώματα που περιγράφονται στις ιστορικές πηγές θα μπορούσαν να ταιριάζουν με πολλές διαφορετικές μολυσματικές ασθένειες, όχι μόνο με τις δύο που εντοπίστηκαν. Παράλληλα, σημειώνει ότι η μικρή ποσότητα μικροβιακού DNA δεν επιτρέπει ασφαλή συμπεράσματα. Οι ίδιοι οι ερευνητές του Ινστιτούτου Παστέρ αναγνωρίζουν τις αδυναμίες της μελέτης. Συμφωνούν ότι απαιτείται ανάλυση DNA σε μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων από άλλες περιοχές και στρατιώτες, προκειμένου να εξακριβωθεί η πλήρης εικόνα της μικροβιακής απειλής που έπληξε τον γαλλικό στρατό. Πάντως, τονίζουν ότι «η απουσία ανιχνεύσιμου DNA από τύφο ή πυρετό των χαρακωμάτων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπήρχαν — απλώς δεν εντοπίστηκαν σε αυτά τα συγκεκριμένα δείγματα».
Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αυτή μιας πολυπαραγοντικής καταστροφής: το αφόρητο ψύχος, η πείνα, η εξάντληση, και οι ασθένειες ( κάποιες γνωστές, κάποιες λιγότερο αναμενόμενες) συνέθεσαν έναν τέλειο θανάσιμο συνδυασμό. Κι αν τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει την έκβαση της τραγικής εκστρατείας του 1812, η επιστήμη του 21ου αιώνα μάς βοηθά να την κατανοήσουμε καλύτερα  όχι μόνο ως γεγονός, αλλά ως ανθρώπινη εμπειρία απόλυτης οδύνης.