Το στυλ και οι κανόνες της κομψότητας – και τα δύο εντελώς υπεράνω μόδας και εποχικών τάσεων – αλλάζουν και διαμορφώνονται μέσα από τις δεκαετίες. Και ενώ σε άλλους τομείς οι αλλαγές αυτές γίνονται με «τη βοήθεια του κοινού», δηλαδή έρχονται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που ήδη υπάρχουν, όσον αφορά το ρούχο και τα παραφερνάλιά του συμβαίνει το αντίθετο. Μοιάζει με ένα είδος μανιφέστου που συντάσσεται ερήμην αυτών στους οποίους απευθύνεται. Και είναι αλήθεια ότι οι μεγάλες τομές στο ύφος των ρούχων γίνονται εάν και μόνο ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης – δημιουργός αποφασίσει να τις κάνει.

Για παράδειγμα, έγινε όταν η Κοκό Σανέλ λάνσαρε για πρώτη φορά γυναικεία πουκάμισα (μέχρι τότε οι γυναίκες φορούσαν μόνο μπλούζες) ή το περίφημο «μικρό, μαύρο φόρεμα» εντελώς εκτός της λογικής των φρου φρου της εποχής. Ή όταν ο Ιβ Σεν Λοράν είχε την έμπνευση να ντύσει τις γυναίκες σαν Τσιγγάνες καθιερώνοντας το φολκλόρ. Ή όταν ο Ζαν Πολ Γκοτιέ έσπασε τους κανόνες του «τι πάει με τι» συνδυάζοντας χοντροπλεγμένα πουλόβερ με αέρινες φούστες από τούλι και κοντά καλτσάκια με ψηλοτάκουνες γόβες. Ή ακόμη όταν ο Αλεξάντερ ΜακΚουίν «κατέβασε» τη μέση των τζιν παντελονιών (ένας σίγουρος τρόπος για να προσδιορίσετε τη χρονολογία παραγωγής μιας ταινίας είναι να προσέξετε αν άντρες και γυναίκες φορούν ψηλόμεσα ή χαμηλόμεσα τζιν). Από κει και πέρα το κομψό παραμένει κομψό ακόμη και όταν το στυλ του φεύγει από τη μόδα. Ας πούμε ένα ρούχο στη γραμμή New Look του Κριστιάν Ντιορ ή ένα σύνολο α λά Οντρεϊ Χέπμπορν στο «Breakfast at Tiffany’s», που θα παρέπεμπε στον Ιμπέρ Ντε Ζιβανσί, θα ήταν κομψό και σήμερα, ίσως με έναν εξεζητημένο τρόπο.

Αυτό που δεν άλλαξε και δεν θα αλλάξει ποτέ είναι η λειτουργικότητα της γραμμής ενός ρούχου. Ολα τα έχει πει η μαντεμουαζέλ Κοκό τουλάχιστον έναν αιώνα πριν, αυτό θα άφηνε; «Το μπροστινό μέρος του σώματος δεν κινείται, η πλάτη είναι αυτή που δουλεύει» λέει στην αυτοβιογραφία της έτσι όπως την αφηγήθηκε στον Πολ Μοράν. «Η πλάτη πρέπει να έχει περιθώριο να παίξει […] Πρέπει να μπορείς να σκύψεις, να παίξεις γκολφ, να φορέσεις τα παπούτσια σου […] Ενα ρούχο πρέπει να κινείται γύρω από το σώμα. Να είναι εφαρμοστό όταν είσαι ακίνητη και να πλέει επάνω σου όταν κινείσαι».

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς έβλεπα στιγμιότυπα από την τελετή αφής της Ολυμπιακής Φλόγας με τις καινούργιες στολές για τις ιέρειες που σχεδίασε η ταλαντούχα Μαίρη Κατράντζου. Η πρώτη αρνητική εντύπωση δυστυχώς επαληθεύθηκε όταν τις είδα «εν λειτουργία». Πρώτα απ’ όλα, το χρώμα, το μαύρο και το γκρι, εντελώς κόντρα στις ώχρες και τα πράσινα του φυσικού τοπίου. Και ύστερα αυτό το επίπεδο στράπλες. Οι άνδρες δεν μπορούν να το καταλάβουν αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο περιοριστικό και ασφυκτικό για το στήθος μίιας γυναίκας. Το πατικώνει, το κατεβάζει προς τα κάτω, δυσκολεύει ακόμη και την αναπνοή. Κάτι ήξερε ο Γκοτιέ που, όταν επανάφερε τον κορσέ στη μόδα, προνόησε για τον ξεχωριστό σχεδιασμό του σουτιέν.

Στολές

Τα συγκεκριμένα ρούχα δεν είναι φουστάνια για να πας κουμπάρα στον γάμο της ξαδέλφης. Είναι κοστούμια για ένα συγκεκριμένο θεατρικό δρώμενο, γι’ αυτό και τα προηγούμενα είχε σχεδιάσει η σκηνογράφος και ενδυματολόγος Λαλούλα Χρυσικοπούλου. Που σημαίνει ότι θα πρέπει όχι μόνο να εξυπηρετούν αλλά και να αναδεικνύουν συγκεκριμένες κινήσεις. Και το στράπλες είναι απαγορευτικό για οποιαδήποτε, σχεδόν, κίνηση. Πέφτει, ειδικά όταν σηκώνεις τα χέρια όπως θα πρέπει να κάνουν οι ιέρειες. Γι’ αυτό και η σχεδιάστρια πρόσθεσε τιραντάκια που θα ήθελαν να είναι αόρατα. Αλλά φαίνονται. Και μάλιστα με άσχημο τρόπο καθώς, με την κίνηση, δημιουργούν μια ακαλαίσθητη πτύχωση στο δέρμα.

Επίσης, με το στράπλες φαίνονται οι πτυχώσεις του δέρματος όταν σηκώνεις τα χέρια. Διαφορετικές σε κάθε σωματότυπο, κάτι που τραμπαλίζει την ομοιόμορφη ισορροπία που απαιτεί η συγκεκριμένη τελετή.

Με δυο λόγια, η προσπάθεια απέτυχε. Δεν είναι όμως και προς θάνατον. Ούτε μειώνει το ταλέντο της Κατράντζου ούτε δικαιολογεί τον οχετό κακεντρεχών σχολίων.