Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την τελευταία γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους σε σχέση με τις υπόλοιπες; Μόνο ένα πράγμα – το σημείο της δολοφονίας. Το έγκλημα έγινε δέκα βήματα από το αστυνομικό τμήμα, γιατί το θύμα τα έκανε «όλα σωστά»: όπως την είχαν προτρέψει, εκείνη και όλες τις υπόλοιπες, διά τηλεοράσεως και σόσιαλ μίντια οι πολιτικοί και κρατικοί αρμόδιοι, προσέφυγε στο σώμα που έχει αρμοδιότητα και υποχρέωση να τη βοηθήσει. Ζήτησε προστασία, ζήτησε ένα περιπολικό να την πάει στο σπίτι της. Συζήτησε με γυναίκες αστυνομικούς, πήρε τηλέφωνο την Αμεση Δράση. Τι συνέβη τελικά; Αντί να πεθάνει στο σπίτι της και να ακούμε πάλι πως «δεν πρόλαβε να πατήσει το κουμπί πανικού» ενώ βρισκόταν υπό απειλή όπλου, σφάχτηκε πισώπλατα, μπροστά στο πιο ασφαλές κτίριο της γειτονιάς της.

Η δολοφονία της Κυριακής δεν μπορεί να αποδοθεί στις κοινωνικές τάσεις ή στο ιδιοφυές σχέδιο του θύτη. Κύριες αιτίες του είναι το δομικό σφάλμα, το κενό στο πρωτόκολλο ασφάλειας, η έλλειψη ενσυναίσθησης – ακόμα και η προβληματική λειτουργία των αστυνομικών τμημάτων, που «τρέχουν» στην καθημερινότητα με λιγότερο προσωπικό απ’ όσο πρέπει, με σκοπούς που κάνουν αγγαρείες στη βάρδια τους ή δεν κουνιούνται μπροστά στον κίνδυνο, φοβούμενοι για τη δική τους ακεραιότητα. Με αυτόν τον τρόπο ήρθε το μοιραίο, καθώς οι γραφειοκράτες του ΑΤ είναι εξίσου υπεύθυνοι για την κατάληξη της Κυριακής με τον δράστη που κρατούσε το μαχαίρι. Και η αλήθεια είναι πως η ασφάλεια έχει πολλά πρόσωπα: μια γυναίκα που πάει στην Αστυνομία ξέρει πως αυτή υπάρχει εκεί για να την προστατεύσει. Ενας φοιτητής που μπαίνει σε ένα βαγόνι για τη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη έχει στο μυαλό του πως το τρένο είναι το ασφαλέστερο μέσο μεταφοράς στην Ευρώπη. Ούτε η πρώτη γύρισε σπίτι της πριν από μερικές ημέρες ούτε 57 άνθρωποι επέστρεψαν ποτέ στους δικούς τους πριν από έναν χρόνο. Εμπιστεύθηκαν κρατικές δομές που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, φτιάχτηκαν γι’ αυτούς – και, εκ του αποτελέσματος, έκαναν λάθος.

Και κάπως έτσι σπάνε οι δεσμοί εμπιστοσύνης ανάμεσα στην κοινωνία και στους θεσμούς που την υπηρετούν, αφήνοντας χώρο για ψεκασμένες θεωρίες και ακραία ρητορική. Συμβαίνει κάθε φορά που οι δεύτεροι αρνούνται να παραδεχθούν την αλήθεια και δεν αναλαμβάνουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Αντιθέτως, οι εκπρόσωποί τους προσπαθούν να πείσουν πως το «πρωτόκολλο» είναι επαρκές, αρκεί να ακολουθείται – είναι, άρα, ο ανθρώπινος παράγοντας που ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο για τις τραγωδίες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, που ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια μας; Ή πως οι χρόνιες παθογένειες, η γραφειοκρατική βαρεμάρα και η ρουτινιάρικη καθημερινότητα καθορίζουν τις ζωές των πολιτών τόσο αδυσώπητα, χωρίς να χρειάζεται να απολογηθούν εκείνοι που, από θέσεις ευθύνης, δεν φρόντισαν να διορθώσουν την κατάσταση.

Στο αφήγημα των τελευταίων χρόνων, αυτό με το οποίο εξελέγη δύο φορές η σημερινή κυβέρνηση, η Ελλάδα περιγράφεται ως μια χώρα σε ανάπτυξη, που όλο και περισσότερο κερδίζει κεντρική θέση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μακριά από το τραυματικό παρελθόν και τα πάθη της τελευταίας δεκαπενταετίας. Δεν είναι η αντιπολίτευση που φανερώνει την αλήθεια πίσω από την επικοινωνιακή κουρτίνα, είναι η ίδια η πραγματικότητα. Αυτό που στην πολιτική επικοινωνία περιγράφεται ως απρόβλεπτο γεγονός, ως αστάθμητος παράγοντας, για την αντιμετώπιση των οποίων θεμέλια δεν υπάρχουν.