«Και τώρα τι;» τιτλοφορούσαν προχθές το πρώτο τους θέμα «ΤΑ ΝΕΑ». Πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό μετά την ακραία πόλωση που επικράτησε στην τριήμερη συνεδρίαση της Βουλής, τις βαριές κατηγορίες που αντηλλάγησαν, την περαιτέρω όξυνση της αμοιβαίας δυσπιστίας;

Η αντιπολίτευση θα κρατήσει ψηλά τους τόνους, είναι άλλωστε η μόνη της ελπίδα να μειώσει τη διαφορά της από τη Νέα Δημοκρατία, που εξακολουθεί να είναι δυσθεώρητη. Σε μεγαλύτερη πίεση βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, που κατάφερε να διατηρηθεί μόνο πρόσκαιρα στη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, που έδειξε γρήγορα αντανακλαστικά προτείνοντας πρώτος την πρόταση δυσπιστίας μετά το δημοσίευμα του «Βήματος», πηγαίνει σήμερα στον Αρειο Πάγο για να ζητήσει να χυθεί άπλετο φως στη διαχείριση των ηχητικών συνομιλιών των Τεμπών.

Η απάντηση στο τι θα συμβεί από εδώ και πέρα, όμως, εξαρτάται από τη στάση που θα κρατήσει η πλευρά που έχει τον έλεγχο των κινήσεων, δηλαδή η κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δύο επιλογές. Η μία είναι να επενδύσει στην πόλωση. Να επιμείνει δηλαδή στη φιλολογία περί πολέμου συμφερόντων, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα συσπειρώσει το κόμμα του και θα περιορίσει τις διαρροές που σημειώνονται τον τελευταίο καιρό προς τα δεξιά του. Ηδη στο χθεσινό του μήνυμα μίλησε για «πολιτική τυμβωρυχία» και «τερατολογίες», ενώ κατηγόρησε για άλλη μια φορά την αντιπολίτευση ότι πατάει «πάνω στον πόνο και την οργή των οικογενειών των θυμάτων».

Η επιλογή αυτή έχει ένα μειονέκτημα: δύσπιστη, αν όχι επιθετική, δεν είναι σήμερα μόνο η αντιπολίτευση, αλλά και η κοινωνία, που σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεν είναι ικανοποιημένη από τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Το επιχείρημα ότι παρασύρεται από τους δημαγωγούς είναι προσβλητικό: οι πολίτες έχουν κρίση, ακούνε, διαβάζουν και βγάζουν τα συμπεράσματά τους. Θα ήταν λοιπόν πολύ πιο παραγωγικό για το μέλλον της χώρας, όπως και πολύ πιο χρήσιμο για τη δημοκρατία, να εγκαταλείψει ο Πρωθυπουργός τις θεωρίες συνωμοσίας και να συγκεντρωθεί στο καθήκον του, που στην προκειμένη περίπτωση είναι διπλό: να συμβάλει στο να βρεθεί τι έγινε και να φροντίσει να μην ξαναγίνει.

Προφανώς η Δικαιοσύνη έχει τον πρώτο λόγο και η πρωθυπουργική διαβεβαίωση για την εμπιστοσύνη που της έχει η κυβέρνηση είναι αυτονόητη. Ομως στο σκάνδαλο των υποκλοπών η Δικαιοσύνη δείχνει (τουλάχιστον) δυσκίνητη και ο ίδιος Πρωθυπουργός, όπως και άλλα κυβερνητικά στελέχη, έχει χρησιμοποιήσει στο παρελθόν το επιχείρημα ότι η απάντηση σε όλα τα ερωτήματα δόθηκε με το 41% που πήρε η ΝΔ στις εκλογές. Με τη λογική αυτή, αν το κυβερνών κόμμα πάει καλά στις ευρωεκλογές, θα ισχυριστεί ότι εξέλιπαν οι λόγοι να μάθουμε τι έγινε στα Τέμπη. Και για άλλη μια φορά δεν θα πείσει.

Μήπως λοιπόν, αντί να ταυτίζει τον Ανδρουλάκη με την Κωνσταντοπούλου, προέβαινε η κυβέρνηση σε μια επανεκκίνηση;