«Θα γίνω τόσο καλός Πρόεδρος, λόγω της υπηρεσίας μου στη CIA, που δεν θα το πιστέψετε», έλεγε κάποτε ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος. Πρόσφατη έρευνα όμως, δείχνει ότι πρόεδροι και αμερικανικές υπηρεσίες έχουν μεγάλο πρόβλημα στο ζήτημα της… εμπιστοσύνης.

Δίχως αμφιβολία, εδώ και αρκετά χρόνια, ειδικοί αλλά και βετεράνοι των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών (CIA, DIA κτλ.) δεν κρύβουν σε δημόσιες παρεμβάσεις τους ότι οι υπηρεσίες στις οποίες βασίζουν οι Αμερικανοί την ασφάλειά τους, δεν χαίρουν εκτίμησης από ορισμένους φορείς λήψης αποφάσεων, αλλά και το αμερικανικό κοινό.

Στην κριτική τους μάλιστα, παραδέχονται ότι οι προβλέψεις τους έχουν «ποικίλη» επιτυχία όσον αφορά τον επηρεασμό των αρμοδίων λήψης αποφάσεων.

Έρευνα της RAND, της «αγαπημένης» δεξαμενής σκέψης του Αμερικανικού Πενταγώνου το έψαξαν λίγο περισσότερο και βρήκαν σκελετούς σε ντουλάπες.

«Η έκθεση της RAND παρέχει μια ακριβή εικόνα του πόσο πολύ η σχέση ι[πηρεσιών-πολιτικής αποκλίνει μερικές φορές καταθλιπτικά από το ιδανικό των υπηρεσιών να παρέχουν αμερόληπτη ανάλυση»

Στη πρόσφατη έρευνα τους οι εμπειρογνώμονες της RAND διερεύνησαν εάν και σε ποιο βαθμό η εμπιστοσύνη στις προβλέψεις πληροφοριών και τις εκτιμήσεις έχει υποβαθμιστεί με την πάροδο του χρόνου. Επίσης προσπάθησαν να εντοπίσουν εκείνους τους παράγοντες που ευθύνονται για τις αλλαγές στις σχέσεις υπηρεσιών και των πολιτικών αφεντικών.

Τα ευρήματα μάλλον θα πρέπει να προβληματίσουν τα κεφάλια στην Ουάσιγκτον.

Ειδικότερα, ο βαθμός της μεροληψίας στις εκτιμήσεις πληροφοριών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ποιος βρίσκεται στον Λευκό Οίκο

Ορισμένες κυβερνήσεις επιδρούν και πολιτικοποιούν τις υπηρεσίες, πολύ περισσότερο σχετικά με άλλες, με τον εκάστοτε Πρόεδρο να καλλιτεργεί διαφορετικές σχέσεις. Πάντω, παρά τις διαφορές τους Ντόναλντ Τραμπα και Μπαράκ Ομπάμα, άσκησαν πολύ μεγάλη επιρροή στις υπηρεσίες -προς ιδίον όφελος- σύμφωνα με τα ευρήματα.

Ο διευθυντής του FBI Christopher Wray, ο διευθυντής της CIA William Burns και ο διευθυντής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών  (DIA) υποστράτηγος Jeffrey Kruse καταθέτουν καταθέσουν στην Επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας σχετικά με παγκόσμιες απειλές κατά της αμερικανικής ασφάλειας,, Μάρτιος 11, 2024. (REUTERS/Julia Nikhinson).

Ο εκάστοτε Αμερικανός πρόεδρος είναι αυτός που επιλέγει και διοικεί αυτούς που επιδιώκουν να βάλουν χέρι στις υπηρεσίες. Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση, όταν μια υπηρεσία αυτολογοκρίνεται, το κάνει λόγω του τρόπου με τον οποίο κυβερνά ο Πρόεδρος.

Οι αναλυτές και οι διευθυντές των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών έχουν συνειδητά αλλάξει ή υποβαθμίσει τις αξιολογήσεις στις οργανώσεις τους και αυτό το έκαναν ώστε να αποφύγουν τυχόν τιμωρία από τους πολιτικούς προϊσταμένους τους.

Οι πλανητάρχες δεν θέλουν να διαφωνούντες

Ένα από τα σημαντικότερα ίσως ευρήματα είναι ότι ο πιο συνηθισμένος λόγος που μεροληπτούν οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, δηλαδή οι Πρόεδροι, είναι για να ελαχιστοποιήσουν τυχόν διαφωνίες στις πολιτικές τους.

Έτσι πολύ συχνά επιδιώκουν να επηρεάζουν τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών.

Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι θέλουν να αποφύγουν να έρθει η στιγμή που θα πρέπει να εξηγήσουν στον Πρόεδρο, στο Κογκρέσο ή στον αμερικανικό λαό γιατί ένα μέρος της εκτελεστικής εξουσίας διαφωνεί με μια επιλεγμένη πολιτική της ίδιας τους της κυβέρνησης.

Ο πρώην αναλυτής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριώνς (DIA)  κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα, Τζον Γκέντρι, φέρεται να είπε ότι οι ανώτεροι είπαν στους αναλυτές να αποφεύγουν «συγκεκριμένα προσδιορισμένους όρους που θα μπορούσαν να προκαλέσουν κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης», σημειώνει η μελέτη.

Ο Γκέντρι είπε επίσης ότι επί Ομπάμα, οι αναλύσεις υπέφεραν από «πολιτικοποίηση λόγω παράλειψης»: παραλείποντας ζητήματα από τακτικές ενημερώσεις ή αξιολογήσεις «επειδή τα αποτελέσματα μπορεί να δυσαρεστήσουν τους ανωτέρους».

Η διευθύντρια της CIA Τζίνα Χάσπελ επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, το 2018 (REUTERS/Kevin Lamarque).

Το 2015, έρευνα της Κεντρικής Διοίκησης των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι πάνω από το 65% των ερωτηθέντων πίστευαν ότι η ανάλυσή τους είχε καταστείλει ή διαστρεβλωθεί λόγω διαφωνίας σύνταξης, πολιτικοποίησης ή αναντιστοιχίας με τις υπάρχουσες αναλυτικές γραμμές, σύμφωνα με τη μελέτη.

Η τάση να θέλουν να ακούν καλά σχόλια

Επιπλέον, οι αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών έχουν κίνητρα να θέλουν να αποσπάσουν θετικά σχόλια από τους προϊσταμένου, καθώς επικριτικά σχόλια δεν θα ωφελήσουν σε καμία περίπτωση τη καριέρα τους, αλλά και τη χρηματοδότηση της υπηρεσίας τους από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Αυτό δημιουργεί τριβή μεταξύ της αποστολής της παροχής αντικειμενικών πληροφοριών στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και της εξυπηρέτησης των υπευθύνων χάραξης πολιτικής που φαντάζουν ως… «πελάτες».

Ενώ τη δεκαετία του 1950 η CIA και οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών χειραγωγούσαν τις πληροφορίες για να ευνοήσουν τους οργανισμούς τους -μέσως αύξης της κρατικής χρηματοδότησης- σήμερα προσαρμόζουν τα συμπεράσματά τους στα θέλω του εκάστοτε ένοικου του Λευκού Οίκου και των πολιτικών των διορισμένων ανθρώπων του.

«Η έκθεση της RAND παρέχει μια ακριβή εικόνα του πόσο πολύ η σχέση πληροφοριών-πολιτικής αποκλίνει μερικές φορές καταθλιπτικά από το ιδανικό των υπηρεσιών να παρέχουν αμερόληπτη ανάλυση στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που τη χρησιμοποιούν για να ενημερώνουν τη λήψη των αποφάσεών τους», δήλωσε The Intercept ο Paul Pillar, πρώην αξιωματικός των εθνικών υπηρεσιών πληροφοριών και συνεργάτης στο Κέντρο Μελετών Ασφαλείας του Πανεπιστημίου Τζορτζτάουν.