Η αρχική έννοια του ρήματος «ντιλάρω» ήταν «διακινώ ναρκωτικά». Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν χρησιμοποιείται πρώτη φορά από πολιτικούς με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο. Οταν ο Αλέξης Τσίπρας είπε πριν από έξι χρόνια πως «ούτε παίζουμε, ούτε φοβόμαστε, ούτε ντιλάρουμε, όπως έκαναν όλοι οι προηγούμενοι από μας», εννοούσε πως το κόμμα του δεν έκανε λαμογιές. Ο εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας πήρε χθες τη σκυτάλη και κατηγόρησε το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «ντίλαραν» μεταξύ τους, συμφώνησαν δηλαδή στην πρόταση δυσπιστίας, «έχοντας προφανώς πλήρη γνώση του δημοσιεύματος πριν αυτό κυκλοφορήσει». Και αυτό αποδεικνύει ότι δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο πόνος των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών ούτε το τι οδήγησε στο μοιραίο δυστύχημα.

Α, ώστε οι δύο τύποι με κουκούλες που είδαμε πριν από έναν μήνα να μπαίνουν συνωμοτικά στο γραφείο του διευθυντή του «Βήματος» και ύστερα από μια ώρα να βγαίνουν κρατώντας έναν φάκελο ήταν εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ που ήρθαν να πάρουν το άρθρο ώστε στη συνέχεια να ντιλάρουν για το πώς θα ρίξουν την κυβέρνηση; Κι εκείνο το «Πάμε» που ακούσαμε την περασμένη Παρασκευή στους διαδρόμους σήμαινε ότι είχε γίνει το ντιλάρισμα (πίσω από τις κουρτίνες φυσικά, όπως είπε ο Νίκος Ρωμανός, γιατί μπροστά από τις κουρτίνες γινόταν η εργαλειοποίηση της τραγωδίας) και είχε δοθεί στην εφημερίδα το σύνθημα να προχωρήσει στη δημοσίευση;

Θα μπορούσαμε να κάνουμε ατελείωτη πλάκα με αυτές τις θεωρίες συνωμοσίας. Ειλικρινά, όμως: υπάρχουν 57 νεκροί. Και τα ερωτήματα που έχουν προκύψει από την περασμένη Κυριακή δεν αφορούν το αν πράγματι έγινε διαρροή και παραποίηση ηχητικών αρχείων του ΟΣΕ λίγες ώρες μετά το πολύνεκρο δυστύχημα, αλλά το πόσοι πήραν στα χέρια τους εκείνη τη νύχτα το επίμαχο υλικό και πώς το χρησιμοποίησαν. Κάθε μέρα κυκλοφορούν και καινούργια στοιχεία για κάτι που υποτίθεται ότι γνωρίζαμε πριν από έναν χρόνο. Και η απάντηση της κυβέρνησης είναι να εμφανίζει εαυτήν ως θύμα συμφερόντων, fake news και ανίερων συμμαχιών.

Η δήλωση του Νίκου Παππά ότι γίνονται εδώ και καιρό παρασκηνιακές συνομιλίες μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης με αντικείμενο την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας ήταν προφανώς πολιτικά άστοχη στη συγκεκριμένη συγκυρία, εξού και αποδοκιμάστηκε, επί της ουσίας όμως δεν ήταν παρά η συνέχεια της συζήτησης γύρω από το «απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;». Στο κάτω – κάτω, αν κάποια κόμματα, καλώς ή κακώς, θεωρούν ότι η σημερινή κυβέρνηση απειλεί το κράτος δικαίου ή βλάπτει τη δημοκρατία, δεν είναι ούτε παράλογο ούτε παράνομο να αναζητούν τρόπους να την εξαναγκάσουν να παραιτηθεί.

Μπορεί φυσικά να πετυχαίνουν το αντίθετο: να την ενισχύουν. Το τι πραγματικά συμβαίνει θα το δείξουν οι επόμενες δημοσκοπήσεις και οι επικείμενες ευρωεκλογές. Αλλά τι σχέση έχουν όλα αυτά με την ανάγκη να λάμψει η αλήθεια για τα Τέμπη;