Μέσα σ’ ένα σκηνικό που παίζει ανάμεσα στο φως και τις σκιές, τις αλήθειες και τα ψέματα, με τις αδυναμίες των ανθρώπων να καθορίζουν τις εξελίξεις, ο Βασίλης Παπαβασιλείου έστησε τους «Δύο χέστηδες» του Ευγένιου Λαμπίς. Οι κλασικές «πόρτες» που συχνά ανοιγοκλείνουν δημιουργώντας παρεξηγήσεις ανάμεσα στους ήρωες αντικαταστάθηκαν εδώ με το λευκό – διάφανο σκηνικό που επέτρεψε το παιχνίδι με το φως. Με μια λιτότητα που εμπλουτίστηκε από τις κατακόκκινες παπαρούνες – στα βάζα ή ως ανθοδέσμες, η παράσταση των 60 λεπτών κύλησε σαν ένας βόλος στην κατηφόρα.

Ο Ευγένιος Λαμπίς (Eugene – Marin Labiche, 1815-1888), ο κορυφαίος γάλλος κωμοδιογράφος του 19ου αιώνα, συνέβαλε καθοριστικά με την πλούσια εργογραφία του στο βοντβίλ και τη φάρσα. Αστικής καταγωγής, σπούδασε Νομικά προτού ανακαλύψει τη γραφή. Ξεκίνησε με μικρές ιστορίες, πεζά και νουβέλες, έγραψε ένα μυθιστόρημα και αφοσιώθηκε στο θέατρο. Μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους άφησε μια πλούσια κληρονομιά: Εγραφε, από τη δεκαετία του 1860 και μετά, περισσότερα από ένα έργο τον χρόνο. Τα έργα του διαθέτουν την ελαφρότητα που απαιτούν τα σοβαρά θέματα, συχνά εμπλουτισμένα με μουσικές και τραγούδια. Εγραψε μεταξύ άλλων τα «Καπέλο από ψάθα Ιταλίας», «Το ταξίδι του κυρίου Περισόν», «Στάχτη στα μάτια», «Οι τρισευτυχισμένοι», «Υπόθεση της Οδού Λουρσίν». «Οι δύο χέστηδες», μια ελεύθερη και εμπνευσμένη απόδοση του τίτλου «Οι δύο δειλοί» («Les deux timides», 1860), από τον σκηνοθέτη – μεταφραστή, αποτελεί μια σύντομη σε έκταση και εξαιρετικά έξυπνη φαρσοκωμωδία γύρω από το αιώνιο ζήτημα των δύο φύλων. Εδώ, σε πρώιμη εποχή, ο Λαμπίς, σε συνεργασία με τον Μαρκ Μισέλ, δηλώνει την υπεροχή της γυναίκας μέσα από την αντιπαράθεσή της με δύο άνδρες, τον πατέρα και τον μέλλοντα σύζυγό της. Το παιχνίδι με τις σκιές εμπλουτίζεται με μουσικά ιντερμέδια και τραγούδια.

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου, με τη δημιουργική ευφυΐα που τον διακρίνει και την υψηλή αίσθηση του χιούμορ, έστησε αυτό το μικρό σύμπαν με μια καρικατουρίστικη διάσταση. Παράλληλα όμως μπόλιασε τους ηθοποιούς με συναίσθημα, τους έφτιαξε τόσο γήινους, που παρά τις υπερβολές τους μοιάζουν στον καθένα μας. Χωρίς να αρνείται τα ήθη και τα έθιμα της εποχής που γράφτηκε το έργο, ο σκηνοθέτης τα έφερε, υπαινικτικά στο σήμερα, και τα έντυσε με τη χάρη και τη γλύκα του παρελθόντος. Ομως τα ζητήματα είναι εκεί: οι αδυναμίες των ανθρώπων, με τη δειλία πρώτη πρώτη, η αναμέτρηση άνδρα – γυναίκας, το θέμα της βίας και της κακοποίησης – που προφανώς στηλιτεύει.

Οι ερμηνείες

Το δίδυμο πατέρα και μέλλοντος γαμπρού, με τον Θέμη Πάνου και τον Γιώργο Γλάστρα να τους ερμηνεύουν αντιστοίχως, αποτελεί το κουκούτσι της παράστασης. Εμπειρος και αφαιρετικός στο παίξιμό του, ο Πάνου ξετυλίγει την κωμική του υπόσταση, προσθέτοντας άλλον έναν κρίκο στις πρόσφατες σκηνικές του εμφανίσεις («Ελένη», «Ο ιμπρεσάριος απ’ τη Σμύρνη»). Οσο για τον Γλάστρα, στον μονόλογο με τα λουλούδια και τα σοκολατάκια, παραδίδει στο κοινό μια από τις κορυφαίες ερμηνείες του και μπόλικο γέλιο. Τον τρίτο άνδρα της παρέας, επίσης υποψήφιο γαμπρό, παίζει ο Αλέξανδρος Χρυσανθακόπουλος με υποκριτική μαεστρία και καυστική διάθεση. Η Κλέλια Ανδριολάτου, μήλον της Εριδος κι εκείνη που θα δώσει τη λύση, συνδυάζει τη χάρη και την καπατσοσύνη με την ερμηνεία της. Τέλος η Σμαράγδα Κακκίνου αποτελεί τη νουάρ φαρσική περσόνα της παράστασης.

«Οι δύο χέστηδες» είναι ένα μικρό διαμάντι που συμπυκνώνει το καλό θέατρο σε εξήντα λεπτά.