Εκτενής συζήτηση έχει προκύψει από την ημέρα που παρουσιάστηκαν στο κοινό οι νέες ενδυμασίες για την Τελετή Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας από την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή σχετικά με το ύφος και το «ήθος» των ενδυμασιών αυτών σε σχέση με τον ρόλο τους.

Το πλαίσιο της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας ήταν εξαρχής τελετουργικό και ταυτόχρονα παραστατικό: η ιστορία της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας ξεκινάει το 1936 για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου με πρωθιέρεια και πρώτη χορογράφο της τελετής την πρωτοπόρο του κλασικού χορού στην Ελλάδα Κούλα Πράτσικα, συνεχίζει για τα επόμενα σαράντα δύο χρόνια (1964-2006) υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της χορογράφου Μαρίας Χορς, με τρίτη κατά σειρά τη χορογράφο Αρτεμη Ιγνατίου (2008-σήμερα). Η τελετή εξελίσσεται σε παραστατικό δρώμενο που διαμορφώνεται από συγκεκριμένη μουσική υπόκρουση, κινησιολογία – χορογραφία, δράση και λαμβάνει χώρα στο φυσικό περιβάλλον της Αρχαίας Ολυμπίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενδυμασίες δεν είναι δηλωτικές «ιστορικής» ταυτότητας, αλλά αποκτούν παραστατικό και τελετουργικό χαρακτήρα. Εκφράζουν και ταυτόχρονα συμβάλλουν – πρακτικά αλλά και αισθητικά – στην τελετουργική μυσταγωγία που συνδέει την πρωθιέρεια και τις ιέρειες με το φως του ήλιου που μετατρέπεται σε φλόγα.

Ο σχεδιασμός των ενδυμασιών των Τελετών Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας, σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αλλά και τον 21ο αιώνα, διαμορφώνεται με σαφείς αναφορές στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων και την αρχαιότητα. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και το 1998 αποτελούνται από ένα ένδυμα – ποδήρη χιτώνα κλασικής έμπνευσης, υφαντό, σε αποχρώσεις λευκού – εκρού, ίσως και ανοιχτόχρωμου γκρι. Το ένδυμα αυτό έχει κοντά μανίκια, όπως οι χειριδωτοί χιτώνες της αρχαιότητας, και δένει με κορδόνι – πλεξούδα που συγκρατεί το στήθος (σαν τον αρχαίο «μασχαλιστήρα») και τη μέση, αντί για ζώνη. Η ενδυμασία αυτή φοριέται μέχρι και τους θερινούς αγώνες του 1996 στην Ατλάντα και τους χειμερινούς του 1998 στο Ναγκάνο από την πρωθιέρεια Μαρία Παμπούκη.

Το 2000 σχεδιάζονται νέες ενδυμασίες από τη θεατρική ενδυματολόγο Λαλούλα Χρυσικοπούλου, την οποία χαρακτηρίζουν δύο σημαντικά γνωρίσματα: το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για την πτύχωση ως διαχρονικό γλυπτικό στοιχείο και η εμπειρία της στον σχεδιασμό παραστάσεων. Για τις ενδυμασίες της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000 (έως και του Σότσι το 2014) χρησιμοποιεί λινό νήμα με μικρή ποσότητα ελαστικής ίνας σε πλέξη – και όχι ύφανση – που δημιουργεί «πτυχωτά λούκια». Το αποτέλεσμα είναι ποδήρεις, αμάνικοι χιτώνες με βαθιά, τρισδιάστατη πτύχωση σε όλο το μάκρος τους, η οποία κινείται μαζί με το σώμα των ιερειών. Η θεατρική εμπειρία της Λαλούλας Χρυσικοπούλου την οδηγεί στο να μελετήσει την ενδυμασία ολιστικά σε σχέση με την κίνηση, τον ρυθμό και τον περιβάλλοντα χώρο. Το υλικό αναδεικνύει την κίνηση με το βάρος και τη φόρμα του, ενώ η πρώτη ύλη προσδίδει μια ανεπαίσθητη γυαλάδα στο ένδυμα σε διάλογο με το φως. Η ενδυμασία αυτή συμπληρώνεται από πλεκτό κορδόνι που συγκρατεί το στήθος και τυλίγεται γύρω από τη μέση. Το 2016 γίνεται ένας επανασχεδιασμός των ενδυμασιών της Τελετής Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας από την Ελένη Κυριάκου, σχεδιάστρια μόδας κυπριακής καταγωγής που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βρετανία και υπήρξε μαθήτρια του Αλεξάντερ ΜακΚουίν. Ο σχεδιασμός της Κυριάκου είναι μορφολογικά συγγενικός με εκείνον της Χρυσικοπούλου σε τεχνική, καθώς βασίζεται σε πλέξη που αποδίδει ανάγλυφη «πτύχωση». Οι ενδυμασίες της Ελένης Κυριάκου, όμως, χαρακτηρίζονται από διχρωμία και τριχρωμία: στόχος της είναι να τις συνδέσει με τη χρήση του χρώματος στο αρχαιοελληνικό ένδυμα, ένα ιστορικό γεγονός που ξεχνιέται από την ψευδαίσθηση των αρχαίων λευκών αγαλμάτων. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί προέρχονται από την ελληνική φύση: το κυρίως ένδυμα είναι ανοικτό τιρκουάζ του νερού και μέσα από την κίνηση αναδύεται το γαλάζιο της θάλασσας και το πράσινο της ελιάς που βρίσκονται στο εσωτερικό των πλεκτών πτυχώσεων – μια χρωματική ισορροπία που αντιστρέφεται στα ανδρικά ενδύματα. Η Ελένη Κυριάκου αντιμετωπίζει τις ενδυμασίες ως χορευτικά και ταυτόχρονα τελετουργικά ενδύματα, ώστε «να εντείνει την αίσθηση του ρυθμού κατά τη διάρκεια της χορευτικής κίνησης». Τα σχέδιά της, που συμπληρώνονται από δερμάτινα εξαρτήματα, χρησιμοποιήθηκαν από το 2016 έως και το 2023.

Τόσο οι ενδυμασίες της Λαλούλας Χρυσικοπούλου όσο και εκείνες της Ελένης Κυριάκου έχουν ως αφετηρία και έμπνευσή τους τους αρχαίους κίονες: όταν οι ιέρειες στέκονται ακίνητες, τα πτυχωτά ενδύματα που φορούν θυμίζουν κολόνες με ανάγλυφη γραμμική επιφάνεια, ενώ όταν οι ιέρειες κινούνται, οι ενδυμασίες ακολουθούν το σώμα και η επιφάνεια ανοίγει με απαλές καμπύλες αποκαλύπτοντας εσωτερικές πτυχώσεις.

ΜΑΙΡΗ ΚΑΤΡΑΝΤΖΟΥ. Οι νέες ενδυμασίες, δημιουργίες της ελληνίδας σχεδιάστριας Μαίρης Κατράντζου είναι επίσης εμπνευσμένες από τους αρχαίους κίονες και τα κιονόκρανα των αρχαίων ναών. Η νέα σχεδιάστρια είναι αναμφίβολα ικανή, ταλαντούχα και επιτυχημένη στον σχεδιασμό μόδας με έμφαση στον σχεδιασμό των υφασμάτων και χαρακτηριστικό της τον μαξιμαλισμό. Η πρότασή της επικεντρώνεται σε αυτό το χαρακτηριστικό της δουλειάς της, σε πιο μινιμαλιστική προσέγγιση: τον σχεδιασμό της επιφάνειας του ενδύματος με εκτύπωση γραμμικών σχεδίων από τους κίονες και μοτίβων από τα κιονόκρανα πάνω σε ύφασμα, το οποίο στη συνέχεια έχει ραφτεί ως σύγχρονο στράπλες φόρεμα. Για να στηριχθούν, τα φορέματα συγκρατούνται στους ώμους με λεπτό διάφανο ελαστικό τούλι στο χρώμα του δέρματος και η εφαρμογή τους γίνεται με φερμουάρ. Οι νέες ενδυμασίες εγείρουν κάποια αισθητικά καθώς και πρακτικά ερωτήματα. Ως προς την εικόνα τους, προβληματίζουν για την αποσύνδεση από την κλασική αισθητική τόσο σε ύφος (που είναι αυστηρά στυλιζαρισμένο, σε εκτέλεση ψηφιακής εκτύπωσης) όσο και σε χρώμα (λευκό – μαύρο – γκρι, που από απόσταση δίνει αίσθηση μετάλλου) και υφή επιφάνειας (σταθερή και λεία). Καθώς ούτε η αρχαΐζουσα απόδοση αλλά ούτε και η ανανέωση πρέπει να είναι αυτοσκοπός, ίσως το σημαντικότερο ερώτημα σχετικά με το αισθητικό σκέλος αφορά τις δυνατότητες σύνδεσης – ή, έστω, διαλόγου – των ενδυμασιών με το τελετουργικό στοιχείο της Αφής της Φλόγας και το φυσικό τοπίο. Ως προς την πρακτική τους λειτουργία, τα ενδύματα – στράπλες φορέματα προσφέρουν μεν ελευθερία κίνησης στα χέρια, όμως το κυρίως σώμα του ενδύματος παρουσιάζεται εφαρμοσμένο στο σώμα και δύσκαμπτο στην κίνηση, καθώς, όταν κινείται δοκιμαστικά, αποκτά ζάρες περιμετρικά του κορμού. Μένει να δούμε τις νέες ενδυμασίες στη θεατρική τους διάσταση: σε κίνηση, στο τοπίο και στο φως.

Η Σοφία Παντουβάκη είναι σκηνογράφος – ενδυματολόγος, καθηγήτρια Ενδυματολογίας Πανεπιστημίου Ααλτο, Φινλανδία