Τις τελευταίες ημέρες, η αστυνομία, πιεσμένη από τη δημόσια κριτική, ιδίως μετά τη φωτιά που έβαλαν κουκουλοφόροι πριν από μερικές ημέρες σε σταθμευμένα αυτοκίνητα ορισμένα από τα οποία ήταν σχολικά αυτοκίνητα ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, έκανε δύο επεμβάσεις σε πανεπιστημιακούς χώρους.

Μπήκε στην πανεπιστημιούπολη όπου βρήκε ρόπαλα (αυτά, τα γνωστά, με κοκκινόμαυρες σημαίες, που πρωταγωνιστούν στις πορείες) και άλλα υλικά απ’ αυτά που χρησιμοποιούν αναρχικοί της βίας, δηλαδή μπάχαλοι, δήθεν για να πλήξουν το σύστημα. Συνέλαβαν και τρεις τύπους, που μάλλον δεν ήταν φοιτητές, αφοί οι δύο ήταν αλλοδαποί και ο τρίτος ήταν τριάντα φεύγα – πράγμα που σημαίνει ότι, όπως αποδεικνύεται ακόμα μια φορά, ενώ το πρόβλημα στέγης για τους φοιτητές παραμένει οξύ, οι εστίες της πανεπιστημιούπολης συνεχίζουν να κατοικούνται σε μεγάλο βαθμό παράνομα από διάφορα συμφέροντα, χωρίς κανείς να μπορεί να ελέγξει ποιοι και τι κάνουν στον χώρο όπου έπρεπε να στεγάζονται φοιτητές.

Μπήκε και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), όπου λέει είχε πληροφορίες ότι μπάχαλοι θα έκαναν δολιοφθορά στον χώρο όπου κατασκευάζεται πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη. Αν θυμάστε, ο χώρος αυτός ήταν επί χρόνια κατειλημμένος από κάποια συλλογικότητα και τα μέλη της τον είχαν γκρεμίσει πριν από μερικούς μήνες. Παρότι τριήμερο ανάπαυλας, και παρότι στο ΑΠΘ υπάρχουν πολλές καταλήψεις, συνελήφθησαν 49 άτομα. Δεν γνωρίζω αν και σε πόσους απαγγέλθηκαν κατηγορίες.

Πολύ φοβάμαι ότι η αστυνομία, που επιχείρησε το τριήμερο, περίοδο που το ενεργό «φοιτητικό κίνημα» όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα απουσίαζε για χαλβά και χαρταετό, από σήμερα θα ξαναμπεί στο στόχαστρο. Οι μπάχαλοι δεν είναι χορτοφάγοι και τηρούν το οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Μένει να δούμε αν από αύριο η αστυνομία θα συνεχίσει τη διακριτική επιτήρηση της περιουσίας και της λειτουργίας του δημόσιου πανεπιστημίου ή αν θα επιστρέψει στη διακριτική παρακολούθηση από μακριά της γνωστής δραστηριότητας ομάδων που ζουν για το χάος.  Το θέλουμε – δεν το θέλουμε, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι το ένα μέρος του προβλήματος με τη βία στο πανεπιστήμιο δεν μπορεί να λυθεί παρά με την αστυνομία. Ούτε με ιδιωτικά σεκιούριτι ούτε με μπάρες, παρά με την αστυνομία. Και δεν πειράζει που απέτυχε η πανεπιστημιακή αστυνομία. Ο νόμος επιτρέπει κανονικά την παρέμβαση του σώματος όταν τελούνται αξιόποινες πράξεις – και αν το κράτος ήθελε να εφαρμόσει κατά γράμμα τον νόμο, θα μπορούσε να παρέμβει ακόμα και στις καταλήψεις, που είναι παράνομες.

Αν θέλουν, μπορούν. Βεβαίως, το επόμενο στάδιο, είτε στο αυτόφωρο είτε σε τακτική δικάσιμο, απαιτεί τη συνέχιση της παρουσίας των αστυνομικών, οι οποίοι πρέπει να αποδείξουν στο ακροατήριο την ενοχή όσων παραπέμφθηκαν.

Υπάρχει και πιο αποτελεσματική μεθόδευση. Σε περίπτωση φθορών, ιδιώτες ή πανεπιστήμια έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγές διεκδικώντας αποζημίωση για εργαστήρια που καταστράφηκαν, για αυτοκίνητα που κάηκαν, για τοίχους που ρυπάνθηκαν. Αν οι υποθέσεις έφταναν στο ακροατήριο αστικών δικαστηρίων και κάποιοι, ή οι κηδεμόνες τους, αναγκάζονταν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, την επόμενη φορά θα σκέφτονταν διπλά και τριπλά την πρόκληση να προξενήσουν φθορές. Εως τώρα, κατά κανόνα, οι διοικήσεις των πανεπιστημίων δεν τολμούν να οδηγήσουν έστω τις τρανταχτές υποθέσεις στα αστικά δικαστήρια, επειδή φοβούνται τις αντιδράσεις «του κινήματος». Θεμιτός ο φόβος: ποιος θα τους προστατέψει πλην του κράτους, δηλαδή της αστυνομίας, όταν «το κίνημα» ζητήσει εκδίκηση;

Οπότε, η ευθύνη επιστρέφει εκεί όπου ανήκει: στο κράτος και στις δομές τήρησης της νομιμότητας. Αν υπάρχει και αν θέλει, ας αποδείξει ότι μπορεί.