Στο βιβλίο του «2020: One City, Seven People and the Year Everything Changed» (2020: Μια πόλη, επτά άνθρωποι και η χρονιά που άλλαξαν όλα), o αμερικανός κοινωνιολόγος Ερικ Κλίνενμπεργκ ανακατεύει προσωπικές καθημερινές ιστορίες με την ιστορία και τις πολιτισμικές επιπτώσεις πραγμάτων που μάθαμε στην πρόσφατη πανδημία, όπως η τήρηση αποστάσεων και η χρήση μάσκας. Η Σοφία Ζάγιας, μια ακτιβίστρια του Μπρονξ που δούλεψε «σαν στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου», ήταν προσωπικά αντίθετη στον εμβολιασμό, κάτι που προκάλεσε μεγάλη ταλαιπωρία στην οικογένειά της όταν η ίδια και η γιαγιά της νόσησαν από Covid. Ο ιδιοκτήτης ενός μπαρ στο Στέιτεν Αϊλαντ επέμενε να ανοίγει το μπαρ του παρά την καραντίνα, με αποτέλεσμα να γίνει ένα είδος τραμπικού ήρωα στη γειτονιά. Εκ των υστέρων μπορεί και να είχε δίκιο: αν κάνει κανείς τον απολογισμό, διαπιστώνει ότι κοινωνίες με τελείως διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης στην πανδημία δεν είχαν τελικά πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Τη στιγμή της κρίσης, όμως, η συμπεριφορά του ήταν αντικοινωνική.

Το ίδιο ισχύει και με τις μάσκες, για τη χρησιμότητα των οποίων η συζήτηση είναι ακόμη ανοιχτή. Οταν όμως δινόταν η εντολή για γενικευμένη χρήση τους, όποιος δεν υπάκουε αγνοούσε το κοινωνικό σύνολο. Οι άνθρωποι που φορούσαν μάσκες δεν ανήκαν σε διαφορετική φυλή από εκείνους που δεν φορούσαν, γράφει ο Ανταμ Γκόπνικ στον «New Yorker». Οι πρώτοι έδειχναν κοινωνική αλληλεγγύη και σέβονταν τους διπλανούς τους. Οι δεύτεροι έδειχναν ότι βασικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς τους ήταν ο εγωισμός.

Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, μπορεί να κάνει κανείς διάφορες παρατηρήσεις, πολλές από τις οποίες έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Για παράδειγμα: τo γεγονός ήταν πράγματι από αυτά που αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας, δεδομένου του αριθμού των θανάτων (7 εκατομμύρια σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων 37.000 στην Ελλάδα), των επιπτώσεων στην εκπαίδευση των μαθητών ή του κλονισμού της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Ή: η μεγαλύτερη ζημιά οφείλεται σ’ εμάς τους ίδιους, αφού τα σχολεία δεν έπρεπε να έχουν κλείσει ποτέ και τα μέτρα δεν έπρεπε να είναι υποχρεωτικά. Ή ακόμη: οι περιορισμοί δεν ήταν αρκετά αυστηροί και εγκαταλείφθηκαν πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα σήμερα απλώς να αγνοούμε τον κορωνοϊό χωρίς εκείνος να αγνοεί εμάς.

Πιστέψαμε και σ’ άλλους μύθους αυτά τα χρόνια: ότι βλέποντας τον γενικευμένο πόνο, ήρθαμε πιο κοντά ο ένας με τον άλλον κι ότι αυτοί οι δεσμοί θα παρέμεναν ισχυροί και μετά τη λήξη του συναγερμού. Το βιβλίο «Fourteen Days», που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα, συγκεντρώνει τις ιστορίες που αφηγούνταν 36 αμερικανοί συγγραφείς διαφόρων ηλικιών, εθνικοτήτων και λογοτεχνικών ειδών, οι οποίοι συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ στην ταράτσα ενός κτιρίου στο Lower East Side για να ξορκίσουν τον φόβο της πανδημίας. Η παραπομπή στο «Δεκαήμερον», που έγραψε ο Βοκκάκιος μετά την επιδημία του 1348, είναι σαφής. Ενας αφηγητής περιγράφει την επίσκεψή του σε ένα σπίτι πλούσιων συλλεκτών, οι οποίοι έχασαν το παιδί τους από την πανδημία και κρατούσαν το φέρετρό του ανοιχτό για να τους συντροφεύει. Μια αφηγήτρια εξηγεί πώς μια επιδημία στα τέλη του 16ου αιώνα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να γίνει γνωστός ο Σαίξπηρ. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας κωμικός που ειδικεύεται στα κρύα σόκιν ανέκδοτα, μιλάει για τον ρόλο του, ύστερα εξαφανίζεται, οι άλλοι αναρωτιούνται αν πήδηξε από τη σκεπή, αλλά κανείς δεν πάει να δει.

Αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου ήταν να πενθήσουμε και να προχωρήσουμε ίσως να είχαν περισσότερο δίκιο από εκείνους που ισχυρίστηκαν ότι ξεκίνησε μια νέα περίοδος και μίλησαν για την ανάγκη ενός παγκόσμιου πολέμου κατά του τρόμου. Ισως το ίδιο να ισχύει και για την πανδημία. Ισως δηλαδή εν τέλει το 2020 να μην άλλαξε τα πάντα, απλώς να έδειξε στον καθένα από εμάς ποιος είναι πραγματικά. Αν η «Πανούκλα» του Καμί έμεινε στην Ιστορία – και ήρθε πάλι στην επικαιρότητα στη διάρκεια της πανδημίας, παρόλο που αποτελεί μια αλληγορία για την κατοχή της Γαλλίας από τη Γερμανία -, είναι επειδή δείχνει την ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπου. Ενας ισχυρός πεθαίνει, ένας αδύναμος τα καταφέρνει, ένας καθημερινός άνθρωπος αποδεικνύεται μοναδικός.

Το μόνο που μπορείς να κάνεις με μια μέρα είναι να τη ζήσεις, έγραψε ο ποιητής Ρίτσαρντ Ουίλμπερ. Το μόνο που μπορείς να κάνεις με μια χρονιά είναι να τη θυμάσαι.

Πάθη και καταστροφές

Στην πραγματική ζωή, ο μεγάλος συγγραφέας και δημοσιογράφος γνώρισε το 1918 την Αγκνες φον Κουρόφσκι στο νοσοκομείο του Μιλάνου όπου νοσηλευόταν με τραύμα από οβίδα και την έχασε όταν εκείνη μετατέθηκε σε ένα νοσοκομείο για θύματα της ισπανικής γρίπης (και βρήκε άλλον άνδρα). Την είχε αποχαιρετήσει χαρίζοντάς της ένα μενταγιόν του Αγίου Αντωνίου για να την προστατεύει. Στο βιβλίο του «Αποχαιρετισμός στα όπλα», ο Χέμινγουεϊ διηγείται τον έρωτα ενός τραυματισμένου στρατιώτη, του Φρέντερικ, με μια νοσοκόμα, την Κάθριν. Οταν εκείνος επιστρέφει στο μέτωπο, η Κάθριν του χαρίζει ένα μενταγιόν του Αγίου Αντωνίου για να τον προστατεύει. Με κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, οι συγγραφείς όχι μόνο γοητεύουν τους αναγνώστες τους μπλέκοντας πάθη και καταστροφές, αλλά εκδικούνται και τη ζωή. Ο Χέμινγουεϊ έγραψε κι ένα διήγημα εμπνευσμένο από τη Φον Κουρόφσκι, όπου ο στρατιώτης αρνείται να φιλήσει τη νοσοκόμα φοβούμενος μην κολλήσει.