«Limitarianism»: να μια λέξη που δεν μεταφράζεται εύκολα στα ελληνικά, συμπυκνώνει όμως το πνεύμα των καιρών. Στο ομότιτλο βιβλίο της, η φιλόσοφος του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης Ινγκριντ Ρόμπεϊνς υποστηρίζει ότι είναι ηθικά λάθος για οποιονδήποτε να είναι – και να μπορεί να είναι – πολύ πλούσιος. Η κοινωνία μας, γράφει, έχει έμμονη ιδέα με τη συσσώρευση του πλούτου και δεν αφήνει χώρο στα μέλη της να είναι ακτιβιστές, οργανωτές, καλοί γείτονες ή μέλη βιβλιοφιλικών ομίλων.

Η Ολλανδία είναι μια πλούσια χώρα. Τα όρια λοιπόν που προτείνει η Ρόμπεϊνς να μπουν στον πλούτο είναι αρκετά υψηλά. Το «ηθικό όριο» με το οποίο πρέπει προσωπικά να είμαστε ικανοποιημένοι, γράφει, είναι το 1 εκατομμύριο ευρώ. Και το «πολιτικό όριο» που οι κυβερνήσεις πρέπει να φροντίσουν να μην ξεπερνιέται είναι τα 10 εκατομμύρια. Ο βιβλιοκριτικός των «Financial Times», ο Μάρτιν Σάντμπου, εξανίσταται: μα στη Βρετανία, σημειώνει, ένα ζευγάρι που κατέχει 2 εκατομμύρια ευρώ ανήκει στο 5% των πλουσιότερων νοικοκυριών, ενώ ένα κεφάλαιο του ύψους των 10 εκατομμυρίων τούς τοποθετεί αυτομάτως στο πλουσιότερο 1%. Τι είδους «όρια» είναι λοιπόν αυτά; Επιπλέον, γιατί η καθηγήτρια δεν τάσσεται ανοιχτά υπέρ ενός φόρου 100% πάνω από ένα όριο εισοδήματος ή πλούτου;

Ο άνθρωπος που έχει μελετήσει περισσότερο αυτό το πεδίο είναι ασφαλώς ο γάλλος οικονομολόγος Τομά Πικετί. Οταν είχε προτείνει τη φορολόγηση κατά 90% του πλούτου που υπερβαίνει τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ, όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1950 ως το 1980, τον είχαν χαρακτηρίσει ουτοπιστή. Τώρα, οι προτάσεις του λαμβάνονται πολύ πιο σοβαρά υπόψη. Η φορολόγηση των δισεκατομμυριούχων, υποστηρίζει ο Πικετί, θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις να μειώσουν τον φόρο ακίνητης περιουσίας, ο οποίος στην πραγματικότητα συνιστά έναν φόρο πλούτου για τους καθημερινούς ανθρώπους. Οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιήσουν αυτά τα έσοδα για να δημιουργήσουν αποταμιευτικούς λογαριασμούς για το φτωχότερο 50% της κοινωνίας που δεν έχει καθόλου πλούτο. Δεν μιλάμε εδώ για την Οκτωβριανή Επανάσταση, σχολιάζει ένας άλλος αρθρογράφος των «Financial Times», ο Σάιμον Κούπερ. Ούτε ισχυριζόμαστε ότι οι δισεκατομμυριούχοι είναι σώνει και καλά κακοί άνθρωποι. Μερικοί προφανώς είναι, άλλοι όχι. Αλλά αυτό είναι άσχετο με τη συζήτησή μας. Δεν φορολογούμε τον χαρακτήρα, αλλά τον πλούτο. Και με τον τρόπο αυτό κάνουμε καλό και στους κληρονόμους αυτού του πλούτου: τους γλιτώνουμε δηλαδή από οικογενειακούς καβγάδες, πολύωρους προβληματισμούς για το πώς θα αποφύγουν τον φόρο, πονοκεφάλους, αϋπνίες και μια αίσθηση ματαιότητας.

Ενα άλλο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα στο πνεύμα του «απαγορευτισμού» είναι του Λιουκ Χίλντγιαρντ, διευθυντή του βρετανικού ιδρύματος High Pay Centre. Το βιβλίο έχει τον εύγλωττο τίτλο «Enough» (Αρκετά) και υποστηρίζει, όπως κι εκείνο της Ρόμπεϊνς, ότι οι πολύ πλούσιοι αποτελούν ένα χάσιμο χώρου κι ότι οι κοινωνίες μας θα ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση αν δεν μπορούσε κανείς να αποκτήσει υπέρμετρο πλούτο. Επιπλέον, οι δύο συγγραφείς επισημαίνουν ότι οι πολύ πλούσιοι δεν «αξίζουν» συνήθως τον πλούτο τους. Ακόμη και οι ταλαντούχοι συγγραφείς ή αθλητές είναι απλώς τυχεροί που επωφελούνται από λειτουργικές κοινωνίες και οικονομικές δομές που ευνοούν τον νικητή. Ομως η ακραία ανισότητα διαιωνίζει τη φτώχεια. Και αντιστρόφως, η μεγαλύτερη ισότητα οδηγεί σε υψηλότερη παραγωγικότητα.

Ακόμη πιο ελκυστικό τίτλο έχει ένα τρίτο βιβλίο, που φέρει την υπογραφή του Γκουίντο Αλφάνι, ενός καθηγητή οικονομικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μποκόνι: «Θεοί μεταξύ ανθρώπων». Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται εδώ για το πώς απέκτησαν οι πλούσιοι τον πλούτο τους. Ενας τρόπος είναι η κληρονομική αριστοκρατία: οι γαλαζοαίματοι δεν γεννιούνται απλώς πλούσιοι, αλλά επωφελούνται κι από διάφορες συμβολαιογραφικές πράξεις στη διάρκεια της ζωής τους. Μια άλλη προνομιούχα κατηγορία ήταν ανέκαθεν οι καινοτόμοι, πρώτα στο εμπόριο, στη Μέση Ανατολή, κι ύστερα στην εξερεύνηση, στην Εποχή των Ανακαλύψεων. Η οικονομική καινοτομία αποτελούσε πάντα μια πηγή εσόδων: οι ιταλοί τραπεζίτες τύπωναν συναλλαγματικές για να ξεπερνούν την απαγόρευση της τοκογλυφίας.

Η κριτική στους ανθρώπους που συσσωρεύουν υπερβολικό πλούτο δεν είναι γνώρισμα μόνο της εποχής μας. Ας δούμε τι έλεγε τον 14ο αιώνα γι’αυτούς ο Νικολά Ορέμ, ένας σύμβουλος του βασιλιά Καρόλου Ε’ της Γαλλίας: «Ξεπερνούν τόσο πολύ τους υπολοίπους σε ό,τι αφορά την πολιτική τους ισχύ, ώστε είναι λογικό να θεωρούμε ότι η θέση τους μοιάζει με τη θέση του Θεού μεταξύ των ανθρώπων… Θα ήταν φρόνιμο λοιπόν να θεσπιστεί ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει ιδιοκτησίες πάνω από έναν συγκεκριμένο αριθμό, είτε λόγω κληρονομιάς είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο».

Να λοιπόν που ούτε το «limitarianism» αποτελεί νεολογισμό της εποχής: συναντάται ήδη το 1370.

Ιλον Μασκ (1971 – )

Εμμονή με τον «αριθμό»

Η ιστορία είναι γνωστή: μια δικαστής του Ντέλαγουερ ακύρωσε πριν από μερικές ημέρες, χαρακτηρίζοντάς την «υπερβολική», την αμοιβή ύψους 55,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έδωσε πριν από έξι χρόνια η Tesla στον Ιλον Μασκ, καθιστώντας τον τον πιο πλούσιο άνθρωπο στον κόσμο (η περιουσία του υπολογίζεται μεταξύ 198 και 220 δισεκατομμυρίων δολαρίων). Κατόπιν αυτού, ο μεγιστάνας απείλησε να μετακινήσει την παραγωγή του ηλεκτρικού του αυτοκινήτου από το Ντέλαγουερ στο Τέξας. Το πρόβλημά του, γράφει ο Σάιμον Κούπερ, είναι η εμμονή με τον «αριθμό» του, δηλαδή τον πλούτο του. Στους πλούσιους Αμερικανούς, ο «αριθμός» αυτός γίνεται συχνά η ταυτότητά τους, ενώ οι πλούσιοι Ευρωπαίοι αντλούν την ταυτότητά τους από πιο παραδοσιακούς ταξικούς δείκτες, όπως είναι η καταγωγή, το σχολείο στο οποίο φοίτησαν ή οι πολιτισμικές τους προτιμήσεις. Η λύση, πάντως, είναι μία: η φορολόγηση.