Εχω στο γραφείο μου τρεις πρόσφατες ποιητικές συλλογές, μια σημαντική διαπίστωση πως η αρχαιότερη τέχνη του ανθρώπου, μαζί με τη ζωγραφική, όχι μόνο αντέχει σε μια εποχή που πέρασε εδώ και πολλά χρόνια στον αιώνα της οπτικής εμπειρίας, αλλά συνεχίζει, έστω και πιο αραιά, αλλά χωρίς κενά, τη γενναία πορεία της, αποτυπώνοντας τα ανθρώπινα πάθη που, όπως έγραφε ο Παπαδιαμάντης, δεν έχουν ποτέ τελειωμό.

Χωρίς αμφιβολία, εδώ και έναν αιώνα ήδη έχουμε αφεθεί στη γοητεία των οπτικών ερεθισμάτων. Σε αυτό συνετέλεσε και η γραφή, αν σκεφτεί κανείς πως τα μεγάλα αριστουργήματα της ποίησης μας χαρίστηκαν στους αιώνες που κυριαρχούσε η προφορική αποτύπωση της ποιητικής λειτουργίας. Τα μεγάλα κείμενα των λαών, από την «Ιλιάδα» ως τη «Μαχαμπαράτα» και την έξοχη δημοτική ανώνυμη ποίηση, είναι προφορικά που διαδόθηκαν από εποχή σε εποχή με τον προφορικό λόγο. Ο ρυθμός είναι κοσμικό φαινόμενο, αφού χωρίς τον ρυθμό της καρδιάς επέρχεται θάνατος.

Η πρώτη ρυθμική κίνηση σε συμπεριφορά του ανθρώπου αρχίζει από την κούνια και τελειώνει με τους ρυθμικούς παλμούς, όταν επέρχεται ο θάνατος. Η αθάνατη πυκνή διατύπωση του Ηράκλειτου «τα πάντα ρει» είναι η καταγωγική ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στον κόσμο, όπως μας έμαθε η κοινωνιολογική και ιστορική, θα έλεγα υπαρξιακή, παρουσία του ανθρώπου στη γη. Το «γενηθήτω» ήταν η εντολή να αρχίσει να ρέει ο ρυθμός του Σύμπαντος, αφού το ρήμα «γίγνομαι» σημαίνει έρχομαι στο φως της υπάρξεως, εξελίσσομαι, μεταλλάσσομαι, προσαρμόζομαι, μεταμορφώνομαι. Κυριολεκτικά, αφού πρόκειται για μια εξέλιξη της μορφής, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο εμφανίζεται το υπάρχειν. Είναι λάθος να λέμε πως το χάος δεν έχει μορφή, έχει μια εκπληκτική δυνατότητα να ενέχει την επιθυμία να λάβει μορφή, μία από τις άπειρες μορφές που χαρίζει η φύση. Αυτές οι γενικές και όχι πρωτότυπες σκέψεις με οδηγούν συχνά να χαίρομαι κάθε νέα μορφή που η ανθρώπινη δεινότητα χαρίζει στην εμπειρία μας.

Η ζωγραφική πιστεύω πως είναι η πρώτη στις αρχές της ανθρώπινης λογικής παρουσίας τέχνη (θυμίζω πως «τέχνη» στα έξοχα ελληνικά μας είναι η λέξη που έρχεται από το ρήμα «τεύχω» που σημαίνει συγκροτώ ένα οικοδόμημα γραπτό, προφορικό, εικαστικό, φωνητικό, συνδυάζοντας φυσικούς ήχους με εναλλαγές και των μερών και επαναλαμβανόμενων κατά μία ορισμένη τάξη και παράταξη). Οταν η ανθρωπότητα διαθέτει στην ιστορία της τον Ομηρο, τη Σαπφώ, τον Αισχύλο, αλλά και τους ανώνυμους συνανθρώπους μας που συγκρότησαν τα εξαίσια τραγούδια της ανθρώπινης δημιουργικότητας, νιώθεις πως αυτό που λέμε Παιδεία ερχόταν από τους ρυθμούς των γλωσσών, όλων των γλωσσών που ξεκίνησαν σαν φυσικοί ήχοι και πήραν νόημα για να αποτελέσουν την παιδεία του ανθρώπινου είδους. Ας μην ξεχνάμε ποτέ πως η παγκόσμια λέξη, ελληνική ωστόσο, Παιδεία, αναφέρεται στην ξεχωριστή και μοναδική δυνατότητα του μόνου ζώντος οργανισμού της φύσης, του ανθρώπινου είδους, να εισέρχεται στη ζωή με ένα ρυθμικό κλάμα και να φεύγει με μια ρυθμική εκπνοή. Ο Ποιητής ουρανού και γης με το «γενηθήτω» του εγκαινίασε την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου ζώου από τα άλλα ζωντανά είδη του κόσμου, κι όχι μόνο στη Γη.

Ας μη φανεί ότι ανέφερα όσα προηγήθηκαν για να μου δοθεί η ευκαιρία να σχολιάσω γενικά ποιητικά δημιουργήματα που έφτασαν στα χέρια μου. Ας μην ξεχνάμε πως μιμηθήκαμε τον Δημιουργό και μας έγινε εξαίσια έξη το «γενηθήτω». Σήμερα η ποίηση, όπως μας την παρέδωσε η χιλιόχρονη ιστορία, έχει κυρίως δώσει τη θέση της σε άλλα εκφραστικά μέσα από τη γλώσσα. Κυρίως οπτικά. Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση έχουν ωθήσει στο περιθώριο, τουλάχιστον σε παραγωγή αριστουργημάτων με ποιητική δεινότητα. Πώς μας στοιχειώνουν οι μύθοι, τα εκφραστικά εργαλεία που μας παρέδωσαν οι αιώνες, αλλά τα εξαντλούμε πλέον στα σύγχρονα μέσα παιδείας και πληροφόρησης, όπου εδώ και χρόνια άρχισαν να σωρεύονται και αριστουργήματα. Μια ταινία του Τσάπλιν έχει την ίδια πολιτισμική αξία και επιρροή όπως ένα έργο του Μολιέρου και του Αριστοφάνη.

Εχουν φτάσει με το ταχυδρομείο στο γραφείο μου ποιητικές συλλογές που συνεχίζουν τον έξοχο, γόνιμο αγώνα έκφρασης συναισθημάτων με εικόνες, ρυθμό και μέλος. Αρχίζω με τον συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του Γιάννη Ευσταθιάδη «Ποιήματα και στιχουργήματα (1975-2021)» (εκδόσεις Μελάνι). Εγραψα πρόσφατα για τα πεζά του κείμενα, αλλά η ποίησή του, πλούσια σε εικόνες, ρυθμούς, συγκινήσεις και υπαρξιακά ερωτήματα, είναι μια γενναία προσφορά στην ελληνική, τόσο αρχαία και πλούσια ποιητική ιστορία. Ως ποιητή και δάσκαλο με συντάραξαν οι στίχοι τού Ευσταθιάδη: «Ελιεβίρ ημίμαντρα, Ολύμπια, αττικά, στοιχεία καλλιτεχνικά όρθια και πλούσια, τι ξέρατε από θλίψη. Γραφιάς είμαι και πχια νιώθω και μέσα στο λόγο της τέχνης τη μοναξιά και τη θλίψη».

Δεν κάνω εδώ κριτική, καθήκον άλλου στην εφημερίδα. Θα αναφερθώ, επίσης, σε δύο ακόμα απολαύσεις ποιητικών εμπειριών που έφτασαν στα χέρια μου – ένα βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ποιήματα και τραγούδια» (εκδόσεις Αγρα) και άλλο ένα του παλιού, καλού μου μαθητή και δημοσιογράφου Γιώργου Δουατζή «Οχυρά» (εκδόσεις Στίξις). Η ποίηση αντέχει και μέσα στον καταιγισμό της οπτικής και ηχητικής πλημμυρίδας.