Αν τους πάρεις όλους αυτούς στα σοβαρά, σε πιάνει απελπισία. Βουλευτές για την προσωπική ζωή των οποίων λέγονται πολλά ανησυχούν ότι πλήττεται ο θεσμός της οικογένειας. Εφημερίδες βυθισμένες στον βούρκο απευθύνονται με απίστευτες χυδαιότητες στα κατώτερα ένστικτα των αναγνωστών τους. Ιερείς που η δουλειά τους είναι να κηρύσσουν την αγάπη παρουσιάζουν την ομοφυλοφιλία ως ψυχιατρική νόσο και αμαρτία.
Μήπως λοιπόν η ελληνική κοινωνία είναι βαθιά ομοφοβική και ο Πρωθυπουργός βιάστηκε πράγματι να προκαλέσει τα χρηστά της ήθη με το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια; Μήπως είμαστε τελικά πολύ πιο κοντά στην Ανατολή απ’ ό,τι στη Δύση;
Οχι. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι κραυγές φανατισμού και μίσους δεν εκφράζουν την κοινωνία. Εξι στους δέκα Ελληνες συμφωνούν με τους γάμους των ομοφύλων. Οκτώ στους δέκα πιστεύουν ότι τα (υπάρχοντα) παιδιά των ομοφύλων πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τα παιδιά των ετεροφύλων. Αντίθεση εκφράζεται μόνο για την υιοθεσία και την παρένθετη μητρότητα, εξ ου και πρέπει να ξεκινήσει μια οργανωμένη και ψύχραιμη συζήτηση για τα ζητήματα αυτά, τις απαιτήσεις των καιρών, το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες κλπ.
Αλλά και διαφορετική εικόνα να αποτύπωναν οι δημοσκοπήσεις, η κυβέρνηση δεν θα ήταν υποχρεωμένη να τις ακολουθήσει. Η δουλειά της δεν είναι να κολακεύει, αλλά να καθοδηγεί, να ανοίγει δρόμους και να καθιστά σαφή τα όρια των όποιων διαμαρτυριών. Η Εκκλησία, για παράδειγμα, έχει την άποψή της, αλλά δεν δικαιούται να προσπαθήσει να την επιβάλει ούτε στο πολιτικό σύστημα ούτε στο ποίμνιο. «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», όπως είχε πει σε παλιότερη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ελπιδοφόρος.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, όπως συνήθως, οι μειοψηφίες κραυγάζουν πιο δυνατά. Και συνοδεύουν τις κραυγές τους με πιέσεις, απειλές και εκβιασμούς, προσπαθώντας να σβήσουν από τον χάρτη ακόμη και τους πιο ψύχραιμους του δικού τους «στρατοπέδου» που σέβονται την αντίθετη άποψη. Ο Μάκης Βορίδης, για παράδειγμα, υπαναχώρησε από την αρχική συγκρουσιακή του γραμμή και δήλωσε ότι θα απόσχει από την ψηφοφορία.
Αλλά και η επίσημη Εκκλησία δεν υιοθετεί τον λόγο του μίσους. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να επανέλαβε ότι αντιτίθεται ακόμη και στο σύμφωνο συμβίωσης, ξεκαθάρισε όμως ότι «τά συνάπτοντα τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀντιμετωπίζωνται μετά ποιμαντικῆς εὐθύνης καί ἐν Χριστῷ ἀγάπης».Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας μπορεί να ισχυρίστηκε ότι το νομοσχέδιο «λειτουργεί αντεθνικά» και να χαρακτήρισε τους ομοφυλόφιλους «δύστυχα και αβοήθητα άτομα», αλλά η Ιερά Σύνοδος περιορίστηκε να διατυπώσει θεωρητικές απόψεις για τη γονεϊκότητα και να τονίσει ότι αναγνωρίζει μόνο το μυστήριο του χριστιανικού γάμου.
Oσο για τη δήλωση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου ότι τα παιδιά των ομοφύλων ζευγαριών θα μεγαλώνουν και, αν το αποφασίζουν, θα βαπτίζονται, προφανώς οφείλεται σε παρανόηση. Μια τέτοια διάκριση θα ήταν αδιανόητη.