Η καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ, Χριστίνα Φίλιου, διευθύντρια των πανεπιστημιακών προγραμμάτων νεοελληνικών και οθωμανικών – τουρκικών σπουδών, ειδικεύεται στην πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Τουρκίας και της Ελλάδας, ως εκφάνσεις του μεταοθωμανικού κόσμου. Διευθύνει επίσης το Nikos Kazantzakis Visiting Scholar Program για τη διάδοση των Ελληνικών Σπουδών στην Αμερική, καθώς και το πρόγραμμα για την καταγραφή των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης από το 1821 ως το 1923 που χρηματοδοτείται από το National Endowment for the Humanities (ΝΕΗ).

Το πρώτο της βιβλίο «Βιογραφία μιας Αυτοκρατορίας. Κυβερνώντας Οθωμανούς σε μια εποχή επαναστάσεων», (μτφ. Ν. Κιοσέογλου – από την αγγλική έκδοση του 2011, επιμ. Α. Σπυράκου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2021) βασισμένο στη διδακτορική διατριβή που υποστήριξε στο Πρίνστον το 2004, εστιάζει σε ένα πρόσωπο που στη διάρκεια της οθωμανικής εποχής των επαναστάσεων υπήρξε χριστιανός αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έναν Φαναριώτη βουλγαρικής με σημερινούς όρους καταγωγής, τον Στέφανο Βογορίδη (1772-1859). Η Φίλιου χρησιμοποιεί τη βιογραφία του ως έναν καμβά για να ανασυνθέσει την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε εκείνη την εποχή των ριζικών μεταβολών και αναδιάταξης σ’ εθνικό αλλά και πολιτισμικό επίπεδο αλλά και για να περιγράψει τη ρευστή αλλά και διακριτή ταυτότητα ενός οθωμανού αξιωματούχου που έμεινε πιστός στην Αυτοκρατορία.

Το δεύτερο βιβλίο της «Τουρκία. Η Αντιπολίτευση στην Ιστορία» (μτφ. Α. Σπυράκου – από την αγγλική έκδοση του 2021, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2023) που μόλις κυκλοφόρησε, αφορά τη ζωή του οθωμανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Ρεφίκ Χαλίδ Καράι και μέσα από αυτήν ξεδιπλώνεται και η ιστορία της ενδο-οθωμανικής και μετέπειτα τουρκικής φιλελεύθερης – με όρους πάντα όμως μιας ήπιας μεταρρύθμισης – αντιπολίτευσης που στα τουρκικά περιγράφεται με τον ευρύτερο όρο («muhalefet») και έχει μεγάλο εννοιολογικό εύρος. Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, από το 1908 έως το 1950, δεν υπάρχει η έννοια της αντιπολίτευσης στην Τουρκία σε θεσμικό επίπεδο, αυτή εκδηλώνεται με ημιεπίσημους τρόπους που ενίοτε γίνονται αποδεκτοί και ενίοτε οδηγούν στον θάνατο. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν σε αυτό το ανομοιογενές κίνημα στάθηκαν απέναντι στον αυταρχισμό της Αυτοκρατορίας, τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο, τον εθνικισμό και τον συγκεντρωτισμό των Νεότουρκων και, ειδικά της σέκτας των Ενωτιστών και των διαδόχων τους των Κεμαλιστών, άσκησαν εύστοχη κριτική στις πολιτικές τους (κριτική που κόστισε εκτελέσεις, λιντσαρίσματα, φυλακίσεις και εξορίες), χωρίς όμως να λείπουν και από αυτούς οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες (όπως η συνεργασία με τους άγγλους αποικιοκράτες την περίοδο 1918-1922, η μάλλον ήπια κριτική στους διωγμούς των μειονοτήτων, η αντιγραφή πολλών από τις αυταρχικές μεθόδους των αντιπάλων τους όποτε βρέθηκαν στην εξουσία).

Ενα από πιο επιφανή στελέχη αυτής της αντιπολίτευσης ήταν και ο άγνωστος στην Ελλάδα, Ρεφίκ Χαλίδ Καράι. Ο Καράι τάχθηκε εναντίον του «εθνικοαπελευθερωτικού» κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ και γι’ αυτό τον λόγο εξορίστηκε στη Συρία για 15 χρόνια και θεωρήθηκε προσωπικά από τον Κεμάλ προδότης. Για να γυρίσει στην Τουρκία δήλωσε πίστη στον κεμαλισμό και τελικά επέστρεψε στον χώρο της αντιπολίτευσης μετά το 1945, όταν το καθεστώς άρχισε σιγά-σιγά να φιλελευθεροποιείται. Εγραψε δημοφιλή μυθιστορήματα και διηγήματα αλλά και καυστικά άρθρα σε εφημερίδες της εποχής χωρίς να έχει μεταφραστεί κάτι στα ελληνικά. Η Φίλιου πέρα από τη ζωή του μας δίνει και κάποια εκτεταμένα αποσπάσματα του έργου του.

Μιλήσαμε με την καθηγήτρια Χριστίνα Φίλιου με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο και την πλούσια επιστημονική της δραστηριότητα στην Αμερική.

Υπάρχει ένα κενό στην έρευνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα ελληνικά πράγματα, σαν να σταματάει το 1821 με την Ελληνική Επανάσταση και μετά να μη μας ενδιαφέρει άλλο.

Υπάρχει, είναι αλήθεια, μια μονολιθική αντιμετώπιση μετά το τέλος της Επανάστασης. Δημιουργείται ένα δίπολο Ελλάδα – Τουρκία. Είναι αδύνατον να γίνει κατανοητό ότι υπάρχουν χριστιανοί που υπηρετούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους μηχανισμούς εξουσίας της, όπως ο Βογορίδης που αναφέρεται στο πρώτο μου βιβλίο αλλά και Οθωμανοί όπως ο Ρεφίκ που επιζητούν μια ήπια μεταρρύθμιση εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αλήθεια είναι ότι βλέπουμε τα πράγματα στο πλαίσιο Ελλάδας και Τουρκίας και αυτό είναι αρκετά περιοριστικό στη θέασή μας. Οταν ο Μουσούρος αλληλογραφεί με τον Βογορίδη και του γράφει με αφορμή τη Συνταγματική Επανάσταση ότι αυτοί εδώ θα διαλυθούν μεταξύ τους, συνομιλούν δύο οθωμανοί αξιωματούχοι.

Μα για αυτό τον λόγο το δεύτερο βιβλίο σας μοιάζει σαν συνέχεια από το πρώτο, ο Ρεφίκ μοιάζει με τον Βογορίδη σαν να είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος.

Μα ήταν και οι δύο Οθωμανοί. Δεν επιζητούσαν την καταστροφή της Αυτοκρατορίας ούτε προέκριναν τις Επαναστάσεις. Ηθελαν τη συνέχεια της, ζούσαν σε αυτό το πλαίσιο, ήθελαν μια ειρηνική συμβίωση των κοινοτήτων στο εσωτερικό της και μια ήπια μεταρρύθμιση της Αυτοκρατορίας μέσα από το Τανζιμάτ (1839) και τον Οθωμανικό συνταγματισμό (στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα). Ηταν ελίτ βέβαια και οι δύο και επιθυμούσαν την κοινωνική και ταξική τους αναπαραγωγή μέσα από το Αυτοκρατορικό σύστημα αλλά έχουν και συνείδηση μιας Αυτοκρατορίας με πολλούς αιώνες ζωής πίσω της στην οποία κατά κάποιον τρόπο οφείλουν να λογοδοτούν. Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει με αυτές τις προσωπικότητες, είναι μέσα στο σύστημα αλλά παράλληλα και απέναντί του.

Οι βαλκανικές εθνοσυγκροτήσεις σε σχέση με την τουρκική μοιάζουν να διαφέρουν. Στην ελληνική ή και στη βουλγαρική περίπτωση αυτή την εθνική αφύπνιση τη φέρνει η σύνδεση με το ένδοξο αρχαίο παρελθόν. Στην τουρκική μοιάζουν όλα να ξεκινούν από το μηδέν;

Ναι, έτσι είναι, αλλά παίζει σίγουρα μεγάλο ρόλο η προσωπικότητα του Κεμάλ, οι οθωμανοί αξιωματούχοι που εντάσσονται ενεργά στο εθνικιστικό κίνημα και μεταφέρουν και την εμπειρία εκεί της κατάρρευσης της Αυτοκρατορίας. Επομένως είναι σαν να απορρίπτουν το οθωμανικό παρελθόν και να θέλουν να δημιουργήσουν κάτι εντελώς καινούργιο.

Ο Ρεφίκ τι σηματοδοτεί; το τέλος ή μια αρχή;

Δεν είναι εύκολο να το πει κάποιος. Είναι τόσο ευμετάβλητη η εποχή και όλα τόσο ρευστά. Αλλά σκεφτείτε κάτι, ότι αυτοί οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούν σκεφτούν τον εαυτό τους έξω από την Αυτοκρατορία, αυτό είναι το πλαίσιό τους, όλο το άλλο που έρχεται τους ξεπερνά. Αυτός ο πρώιμος εθνικισμός του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα αρχίζει να μεταβάλλει τις ταυτότητες. Προς το τέλος του 19ου αιώνα ο εθνικισμός που παίρνει τη μορφή που αντιλαμβανόμαστε σήμερα αλλάζει τους ανθρώπους αλλά και τη ματιά μας απέναντί τους. Ακόμα και για πρόσωπα όπως ο Υψηλάντης ή ο Καποδίστριας αλλάζει ο τρόπος που τους βλέπουμε ή τους κατατάσσουμε ανάλογα με την οπτική γωνία.

Και μια προσωπική ερώτηση. Ελκετε την καταγωγή σας από τη Δυτική Μακεδονία (Σιάτιστα στην Κοζάνη) και την Κωνσταντινούπολη. Ποιες είναι οι οπτικές που υπήρχαν μέσα σε μια τέτοια οικογένεια που μεταναστεύει στις αρχές του 20ού αιώνα στην Αμερική; Και εσείς πώς καταφέρνετε να ισορροπείτε ανάμεσα στις ελληνικές και τουρκικές σπουδές;

Εχει ενδιαφέρον αυτή η ερώτηση γιατί η οικογένεια του πατέρα μου είχαν ας το πούμε έτσι πιο έντονη την ελληνική εθνική συνείδηση ενώ από εκείνη της μητέρας μου ήταν πιο ανεπτυγμένο το αίσθημα της συνύπαρξης. Οσον αφορά εμένα αυτό είναι η επιστημονική πρόκληση, η ματιά σε εκείνο το παρελθόν με τους όρους του χώρου και του χρόνου εκείνης της στιγμής.

Απόσπασμα

Τι σημαίνει αντιπολίτευση στην Τουρκία;

«Το Οθωμανικό Σύνταγμα επανήλθε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1908 μετά από περισσότερο από τριάντα χρόνια. Η ευφορία που εκφράστηκε απ’ άκρου εις άκρον στην Αυτοκρατορία σηματοδότησε το τέλος ενός πρώτου αγώνα για την τυπική αποκατάσταση του συνταγματισμού. Όμως η ευφορία αυτή διαλύθηκε σύντομα με την έναρξη ενός δεύτερου, πολύ σκληρότερου, αγώνα για τον καθορισμό και την εξειδίκευση της σημασίας και των ορίων του συντάγματος στην πράξη, μέσα σε μια Αυτοκρατορία που είχε υποστεί σημαντικές αλλαγές από την εποχή της ανάκλησής του το 1878. Οι πολλές αντιφάσεις του οθωμανικού συνταγματισμού ήρθαν στο προσκήνιο στη διάρκεια της ταραγμένης περιόδου 1908-1913, επηρεάζοντας ριζικά την έννοια της muhalefet (σ.σ.: αντιπολίτευση, αλλά και εναντίωση από διανοούμενους στον δημόσιο λόγο) και φέρνοντας στο φως τη σατιρική περσόνα του Ρεφίκ Χαλίδ, τον Σκαντζόχοιρο [Kirpi]. Εκ των υστέρων, αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις της συνταγματικής πολιτικής –ιδίως στους κόλπους της Επιτροπής Ένωση και Πρόοδος (ΕΕΠ)– συσκοτίστηκαν από τις εθνικιστικές ενθυμήσεις και αφηγήσεις. Η κυρίαρχη εθνικιστική μνήμη τοποθετεί στο ηρώο την ΕΕΠ και συγχωνεύει τη συγκεκριμένη οργάνωση με τον συνταγματισμό, περιθωριοποιώντας έτσι, συχνά σε βαθμό απάλειψης, τη φιλελεύθερη αντιπολίτευση μέσα στο συνταγματικό κίνημα. …

Στις αρχές του 1908, η λέξη muhalefet δήλωνε τον συνασπισμό των ομάδων υπέρ της συνταγματικής αποκατάστασης, οι οποίες έπαιρναν την προσωνυμία muhalefet επειδή εναντιώνονταν στον δεσποτισμό του Αμπντούλ Χαμίδ Β΄. Το 1913, muhalefet έφτασε να σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Έγινε συνώνυμο με την αντίπραξη στην ΕΕΠ, ένα σώμα που πλέον κατείχε θέση εξουσίας. Είτε μιλάμε για την πολιτική σκηνή είτε για τη σημασία του όρου muhalefet, δεν πρόκειται για έναν ακαριαίο μετασχηματισμό που ακολούθησε την επαναφορά σε ισχύ του συντάγματος το 1908. Αντιθέτως, ήταν μια διαδικασία πόλωσης που εκτυλίχθηκε σε διάστημα πέντε ετών. Παρακάτω αναλύω αυτήν τη διαδικασία που οδήγησε σε μια νέα μορφή muhalefet. Το 1913 πλέον, προς το τέλος του παρόντος κεφαλαίου, η muhalefet δήλωνε –ως πρόσχημα για τoν εξοστρακισμό τους– μια συγκεκριμένη ομάδα με χοντρικά οκτακόσια μέλη που συνδέονταν με τον συνασπισμό των φιλελεύθερων αντιφρονούντων, στην οποία ανήκε ο Ρεφίκ Χαλίδ.

Οταν o Ρεφίκ Χαλίδ επέστρεψε από το Παρίσι στην Πόλη το 1910, έκανε την είσοδό του στη νέα και αναπτυσσόμενη σκηνή της λογοτεχνικής σάτιρας, περνώντας σε μια νέα φάση της σταδιοδρομίας του που διαμορφώθηκε από την αβεβαιότητα και τους κινδύνους που επιφύλασσε ο οθωμανικός συνταγματισμός. Παρόλο που από πολλές απόψεις παρέμενε αναποφάσιστος για τον πολιτικό αναβρασμό γύρω του και δεν τοποθετούνταν ακόμη ενάντια σε κανένα καθεστώς ή κίνημα, η όλο και καυστικότερη σάτιρά του τού εξασφάλισε το ψευδώνυμο Σκαντζόχοιρος, που τού απονεμήθηκε ως τίτλος τιμής από τον φίλο του Γιακούπ Καντρί (Καραοσμάνογλου), ένα από τα μέλη του λογοτεχνικού κύκλου του Fecr-i Âti, της λογοτεχνικής αυγής που πολύ σύντομα έπαψε να ανατέλλει.

Την περίοδο εκείνη –χοντρικά από τον Μάρτιο του 1910 έως τον Νοέμβριο του 1911– ο Ρεφίκ έγραψε ολόκληρες στοίβες από σύντομα σατιρικά κείμενα και δοκίμια, ακόμη και ένα σατιρικό χρονικό στο ύφος του Ναϊμά, του περίφημου Οθωμανού χρονικογράφου [vakanüvis] του δέκατου όγδοου αιώνα, με τον τίτλο «Ιστορία της εποχής των βουλευτών» [Tarih-i Devr-i Mebusan]. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα πέρασε από τη θέση του μαθητευόμενου σ’ εκείνη του εκδότη εφημερίδας και τελικά του αναγνωρισμένου σατιρικού συγγραφέα. Έγραψε για ένα ποικίλο φάσμα εντύπων, μεταξύ των οποίων το φιλελεύθερο-φιλοβασιλικό φύλλο Şehrah και η Cem, η παλαιότερη και πιο γνωστή σατιρική εφημερίδα της εποχής.

Το 1911, τριάντα από αυτά τα κείμενα συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν σ’ έναν τόμο με τίτλο Kirpinin Dedikleri [Ο,τι είπε ο Σκαντζόχοιρος]. Είναι μια σειρά από στιγμιότυπα, που αποτυπώνουν τους προβληματισμούς του Ρεφίκ Χαλίδ στη διάρκεια της Δεύτερης Συνταγματικής Περιόδου και, ειδικότερα, στο διάστημα από το Περιστατικό της 31ης Μαρτίου έως το ξέσπασμα του Οθωμανοϊταλικού Πολέμου και τη συγκρότηση του Κόμματος Ελευθερίας και Συνεννόησης το φθινόπωρο του 1911. Γράφοντας σε μια εποχή που στην Αυτοκρατορία επικρατούσε σχετική ειρήνη αλλά στο εσωτερικό της ΕΕΠ και στο Κοινοβούλιο οι αντιπαραθέσεις ήταν όλο και εντονότερες, ο Σκαντζόχοιρος έθιγε ζητήματα που είχαν απήχηση στο αναγνωστικό κοινό καθώς και στην πολιτική ελίτ της οθωμανικής πρωτεύουσας. Πράγματι, τα λεγόμενα του Σκαντζόχοιρου είχαν τραβήξει την προσοχή τόσο της φιλελεύθερης ηγεσίας όσο και της ΕΕΠ, με αποτέλεσμα ο μεν Σαμπαχεντίν (ο αντισυμβατικός Οθωμανός πρίγκιπας στην κεφαλή του συνασπισμού των φιλελευθέρων) να τον επαινέσει ως συγγραφέα των πλέον «ευρωπαϊκών» γραπτών της εποχής του, η δε ΕΕΠ να τον εκτοπίσει στη Σινώπη».