Από το παράθυρο της εξώπορτας με το όπλο που κρατούσε και την έβαλε στο στόχαστρο. Εκείνη φώναζε για βοήθεια, ανίκανη να ενεργοποιήσει το κουμπί πανικού καθώς της είχε πάρει το κινητό από τα χέρια. Μόνη της ελπίδα να σωθεί ήταν οι γείτονες της οδού Αίαντος στη Σαλαμίνα που άκουγαν τις φωνές της, αλλά «φοβήθηκαν», όπως είπαν, να παρέμβουν.

Οι συγγενείς της μόλις έχουν μόλις φτάσει στο σημείο και προσπαθούν να δώσουν δύναμη ο ένας στον άλλο όπως και όσο μπορούν. Μπροστά τους, οι άντρες της σήμανσης να παίρνουν δακτυλικά αποτυπώματα, σε μια προσπάθεια να ταυτοποιήσουν τον δράστη και μια ολόκληρη περιοχή στην οδό Αίαντος στη Σαλαμίνα να παραμένει ανάστατη από τη στυγερή δολοφονίας της 43χρονης.

Οι αποκαλύψεις για την καταγγελία που έκανε η άτυχη γυναίκα το περασμένο Σάββατο σε βάρος του συντρόφου της για ενδοοικογενειακή βία κι υπεξαίρεση, έχουν καταστήσει τον 70χρονο που κατονόμασε, ως τον υπ’ αριθμόν ένα ύποπτο για τη δολοφονία της.

Όλα έγιναν νωρίς το πρωί. Η άτυχη 43χρονη που είχε φύγει από το σπίτι που έμενε και ζούσε από το περασμένο Σάββατο στο πατρικό με τη μητέρα της, δέχτηκε δύο σφαίρες στην κοιλιά και στο στήθος. Με τον δράστη να τη βάζει στο στόχαστρο έξω από το σπίτι και μετά τους πυροβολισμούς να γίνεται καπνός.

Στην περιοχή επικρατεί πανδαιμόνιο. Η 43χρονη μητέρα ενός 15χρονου παιδιού από τον πρώτο της γάμο, αφήνει την τελευταία της πνοή μέσα σε μια λίμνη αίματος. Η μητέρα της ειδοποιεί ασθενοφόρο και τις άλλες δύο κόρες της, που φτάνουν ταχύτατα.

Ένα προαναγγελθέν έγκλημα

Οι αστυνομικοί διαπιστώνουν πως η άτυχη γυναίκα τους είχε επισκεφθεί το περασμένο Σάββατο, για να καταγγείλει τον σύντροφό της. Έκανε λόγο για ενδοοικογενειακή βία στα χέρια του, για απειλές και εξύβριση αλλά και για υπεξαίρεση του κινητού της τηλεφώνου.

Οι αστυνομικοί της πρότειναν να πάρει panic button και σε περίπτωση που κινδυνεύσει να το ενεργοποιήσει και το δέχτηκε. Επιπλέον την παρότρυναν να μην επιστρέψει στην οικία όπου διέμεναν, επίσης το δέχτηκε και αποχώρησε με τη μητέρα της για το πατρικό της.

Οι έρευνες για τον εντοπισμό του 70χρονου στα όρια του αυτοφώρου δεν αποδίδουν. Η 43χρονη ζει με τη μητέρα στο πατρικό της και ρωτάει αν ο σύντροφός της έχει εντοπιστεί. Φοβάται και αισθάνεται τον κίνδυνο διαρκώς.

Ο άντρας που υπέδειξε αναζητήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου τόσο στην οικία του, όσο και σε μέρη του νησιού που σύχναζε χωρίς αποτέλεσμα. Πλέον αναζητείται ως ύποπτος για το έγκλημα.

Η αδικοχαμένη γυναίκα είχε γνωρίσει πριν από 7 χρόνια τον άντρα που σήμερα θεωρείται ύποπτος για τη δολοφονία της. Όταν εκείνος ήταν οδηγός σε σχολικό και η ίδια συνοδός παιδιών με αναπηρία.

Οι μεταξύ τους εντάσεις τα τελευταία χρόνια ήταν συνεχείς και τα επεισόδια αλλεπάλληλα. Κανείς όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί την τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα.

Τραγική φιγούρα το πρωί μετά το στυγνό έγκλημα, η μητέρα της 43χρονης που είδε με τα μάτια της, τον θάνατο της κόρης της. Το μοιρολόι της, έκανε μια ολόκληρη γειτονιά να δακρύσει από συγκίνηση.

Οι αστυνομικοί θεωρούν θέμα χρόνου να εντοπίσουν τον 70χρονο που συνεχίζει να κρύβεται. Ήδη έχει δοθεί σήμα στους λιμενικούς στα λιμάνια του νησιού, ώστε να μπλοκαριστεί μια ενδεχόμενη προσπάθεια φυγής του, από τη Σαλαμίνα.

Οι έρευνες στη Σαλαμίνα συνεχίζονται, με τους στενούς συγγενείς της αδικοχαμένης μητέρας να ζητούν να χυθεί άπλετο φως στις συνθήκες της δολοφονίας και την παραδειγματική τιμωρία του δράστη.

«Τον δράστη τον είδα τη Δευτέρα», λέει γείτονας

Ο κ. Μάνος, γείτονας της αδικοχαμένης γυναίκας, μίλησε στο LIVE NEWS για τα όσα συνέβησαν ανάμεσα στην 43χρονη και τον σύντροφό της πριν τη δολοφονία της.

«Την Παρασκευή το βράδυ άκουσα φασαρία από το σπίτι τους και βγήκα έξω. Στην αρχή νόμιζα πως φωνάζουν κάποια πιτσιρίκια και μετά κατάλαβα πως ερχόταν από το σπίτι της Γεωργίας. Μάλλον την χτυπούσε γιατί φώναζε και της έλεγε βαριές κουβέντες. Μετά από το ξύλο της πήρε το αμάξι και το κινητό. Εκείνη φώναζε για το κινητό που μάλλον το ήθελε για να καλέσει βοήθεια. Έφυγε αυτός και μετά από ένα τέταρτο γύρισε και ξανάρχισε η φασαρία και εκεί άκουσα την κοπέλα που φώναξε ’’πονάω’’ και εκεί πρέπει να της έσπασε το πόδι. Άκουσα το παιδί που φώναζε, δεν μπορούσαν να καταλάβω τι έλεγε. Έφυγε εκείνος και εκείνη είπε στο παιδί για να το ηρεμήσει να πάνε στην παραλία. Αλλά δεν μπόρεσε να κάνει πολλά βήματα, δεν λύγισε το πόδι της. Μετά από ώρα ήρθε η μητέρα της και την πήρε και έφυγαν. Μετά ήρθε και παραβίασε το παράθυρο και τον είδα πως είχε πάρει μια μαύρη σακούλα με ρούχα και κρατούσε κάτι πουκάμισα», είπε αρχικά.

«Το Σάββατο ξαναείδα την κοπέλα, εάν δεν κάνω λάθος είχε έρθει με την μαμά της να πάρει πράματα. Αυτός ήρθε τότε, μπήκε στο κτήμα από την πίσω πλευρά. Δεν είχε ανοιχτεί στην γειτονιά (σ.σ η 43χρονη). Εμείς ένα ‘’γεια’’ είχαμε πει μόνο. Πιο πολύ είχε ανοιχτεί σε έναν ηλεκτρολόγο στη γειτονιά. Φωνές ακούγαμε και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Τελευταία φορά τον είδα ήταν εχτές. Ο άνθρωπος αυτός ήταν λίγο παράξενος, τσακωνόταν συνέχεια. Τον φοβόμασταν», πρόσθεσε.