Παρατηρώ τον τρόπο που μέσα στη συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια αντιμετωπίζεται ως περίπου αυτονόητη η κυβερνητική εξαγγελία ότι αυτό μπορεί να γίνει ακόμη και χωρίς αναθεώρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, μέσα από διακρατικές συμφωνίες που με επίκληση του άρθρου 28 του Συντάγματος θα θεωρηθούν υπέρτερες του εθνικού δικαίου.

Θεωρώ ότι χρειάζεται να δούμε τα πράγματα λίγο πιο προσεκτικά.

Καταλαβαίνω τη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης. Είναι μια διαδικασία που περιλαμβάνει αρκετές ασφαλιστικές δικλείδες (π.χ. ειδικές πλειοψηφίες) ώστε να αποτυπώνει μια ευρύτερη συναίνεση και να μην είναι μια παραταξιακή επιλογή.

Επιπλέον, η Συνταγματική Αναθεώρηση είναι μια διαδικασία συζήτησης και στη Βουλή αλλά και στην κοινωνία, ενώ προϋποθέτει μια ορισμένη διάρκεια που επιτρέπει στους φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών να πάρουν θέση, ανοίγοντας μια συνολικότερη δημοκρατική συζήτηση. Ουσιαστικά, η Αναθεώρηση αποτυπώνει έναν ευρύτερο συσχετισμό δύναμης. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι η προηγούμενη απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16 δεν μπόρεσε να προχωρήσει γιατί δεν διαμορφώθηκε τελικά ο αναγκαίος κοινοβουλευτικός συσχετισμός και αυτό – σε μεγάλο βαθμό – επειδή διαμορφώθηκε ένα πολύ πλατύ φοιτητικό, πανεπιστημιακό και εκπαιδευτικό κίνημα που εξέφρασε μαζικά την αντίθεσή του.

Επιπλέον, η Συνταγματική Αναθεώρηση απαιτεί στη συνέχεια μια συνολικότερη αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου, μέσα από νομοθετήματα που θα κάνουν πράξη τις όποιες επιταγές του Συντάγματος.

Με αυτή την έννοια, η Συνταγματική Αναθεώρηση δεν προσφέρει μόνο ένα δρόμο για μια θεσμικά συνεκτική και σε τελική ανάλυση ουσιωδώς νομιμοποιημένη διαδικασία, αλλά και τη διαδικασία συζήτησης μέσα στην κοινωνία που θα δείξει ότι υπάρχει όντως αυτή η ουσιώδης συναίνεση.

Αντιθέτως, με την προτεινόμενη διαδικασία παράκαμψης της Αναθεώρησης του Συντάγματος υπάρχουν διάφορα προβλήματα.

Καταρχάς υπάρχει ένα ζήτημα για το εάν οι διακρατικές συμφωνίες, δηλαδή συμφωνίες ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις, για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων της μίας στο έδαφος της άλλης μπορούν να έχουν την ίδια βαρύτητα με τις διεθνείς συνθήκες στις οποίες κατά βάση αναφέρεται το άρθρο 28 και που είναι οι μείζονες συμφωνίες που ορίζουν τον συνολικό προσανατολισμό της χώρας. Για να δώσω ένα υποθετικό παράδειγμα: μια διακρατική συμφωνία π.χ. με την Κύπρο για την ίδρυση από τα κυπριακά ιδιωτικά πανεπιστήμια ανάλογων ιδρυμάτων στην Ελλάδα, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί κάτι ισοδύναμο με τη Συνθήκη της Ένωσης ή Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Επιπλέον, ακόμη και αυτή η υπερίσχυση του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου, ουδέποτε αντιμετωπίστηκε με όρους θεσμικού αυτοματισμού.

Όταν για παράδειγμα συζητήθηκε στη χώρα μας το ΠΔ 164/04 για τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, τέθηκε το ζήτημα εάν έρχεται σε σύγκρουση με τη ρητή απαγόρευση της μετατροπής συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου που υπάρχει στο άρθρο 103 του Συντάγματος. Και τότε κανείς δεν βγήκε να πει ότι «αυτομάτως» υπερισχύει η ευρωπαϊκή οδηγία του Συντάγματος.

Αντιθέτως, στις αποφάσεις των δικαστηρίων καταγράφηκαν πολύ προσεκτικές διατυπώσεις για το πώς έπρεπε να αντιμετωπιστεί μια κατάχρηση της πρακτικής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και ταυτόχρονα να γίνει σεβαστή η συνταγματική απαγόρευση. Ούτε είναι τυχαίο ότι εκείνο το ΠΔ ακριβώς γι’ αυτό το λόγο όριζε και σαφείς όρους για το πώς θα γινόταν εφεξής η πρόσληψη συμβασιούχων ώστε να μη γίνεται κατάχρηση της σχετικής πρόβλεψης.

Πέραν αυτού δεν νομίζω ότι μπορούμε εύκολα να δεχτούμε μια έννοια διακρατικών συμβάσεων που θα υπερτερεί σε κάθε περίπτωση του εθνικού δικαίου και του Συντάγματος. Δηλαδή, εάν υποθέσουμε ότι μια ελληνική κυβέρνηση σύναπτε μια διακρατική συμφωνία για την απασχόληση αλλοδαπών εργαζομένων σε τομείς όπου υπάρχει έλλειψη προσωπικού και η συμφωνία περιλάμβανε αμοιβές κατώτερες όσων ισχύουν στην Ελλάδα ή ανέφερε ότι γι’ αυτούς τους εργαζομένους δεν ισχύουν οι συλλογικές συμβάσεις, θα μπορούσαν αυτά να ισχύσουν επειδή θα περιλαμβάνονταν σε διακρατική συμφωνία;

Επειτα υπάρχουν και πολύ συγκεκριμένα ερωτήματα για την «άμεση» ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσα διακρατικών συμφωνιών. Οι εξαγγελίες αναφέρουν ότι την ευθύνη για την πιστοποίηση θα έχει η Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης. Μόνο που δεν αναφέρουν πάνω σε ποια βάση θα γίνει αυτή η πιστοποίηση.

Και αυτό γιατί στην Ελλάδα η νομοθεσία που υπάρχει για το τι είναι πανεπιστήμιο, ποιοι είναι αυτοί που διδάσκουν σε αυτό και με ποια διαδικασία εκλέγονται, πώς πρέπει ένα πανεπιστήμιο να είναι οργανωμένο και ποια όργανα θα το διοικούν (εντός του αυτοδιοίκητου), είναι αυτή που αφορά τα δημόσια πανεπιστήμια ως ΝΠΔΔ.

Δεν υπάρχει καμία απολύτως νομοθετική ρύθμιση για το πώς πρέπει να οργανωμένο και στελεχωμένο ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο, ακριβώς γιατί κάτι τέτοιο μέχρι τώρα δεν προβλεπόταν από το Σύνταγμα.

Ένα πανεπιστήμιο δεν είναι ένας κατάλογος μαθημάτων, κάποιες αίθουσες και ένας κατάλογος διδασκόντων. Είναι ένας συνολικότερος τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας, που περνάει μέσα συγκεκριμένες διαδικασίες, σε όλα τα επίπεδα, από την εκλογή των μελών ΔΕΠ έως τα προγράμματα σπουδών και τις περιγραφές των μαθημάτων.

Η ΕΘΑΑΕ με ποια κριτήρια θα «πιστοποιεί» ιδιωτικά πανεπιστήμια χωρίς να υπάρχει ανάλογος νόμος; Θα θεωρηθεί ότι αρκεί να έχουν χαρακτηριστικά των δημοσίων; Και ποια είναι αυτά; Όλα αυτά είναι πολύ κρίσιμα ερωτήματα που αυτή τη στιγμή δεν έχουν απαντηθεί.

Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι μια fast-track διαδικασία ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων μέσω διακρατικών συμφωνιών όχι μόνο δεν απαντά σε κάποια αναγκαιότητα, αλλά και θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα.

Αντιθέτως, το άνοιγμα με σοβαρούς όρους της συζήτησης, σε όλα τα επίπεδα, στον ορίζοντα της Συνταγματικής Αναθεώρηση και θα δει τι πραγματικά θέλει η κοινωνία σε τελική ανάλυση, αλλά και θα απαντήσει στα όποια θεσμικά ερωτήματα υπάρξουν.