Ο τελευταίος επιζών του Ολοκαυτώματος από την οικογένειά του, ο Πολωνοεβραίος Σάιμον Φρανκ, μετακομίζει στο Κορονέλ Σιβόρι, μια μικρή πόλη περίπου 150 χλμ. μακριά από το Μπουένος Αϊρες, τη δεκαετία του 1960.

Αρχίζει να χτίζει τεράστια θεατρικά σκηνικά, που αναπαριστούν σκηνές από τη μικρή πόλη όπου μεγάλωσε αλλά και από το στρατόπεδο συγκέντρωσης στο οποίο δολοφονήθηκαν οι γονείς του.

Ο μονόλογος μέσω του οποίου περιγράφεται η ζωή του διανθίζεται σιγά σιγά με την αναπαράσταση πραγματικών περιστατικών με τη συμμετοχή αμέτρητων κομπάρσων, κατοίκων του χωριού, το οποίο εν τέλει εξελίσσεται σε θεματικό πάρκο φέρνοντας φήμη και πλούτο στην περιοχή.

Καθώς όμως τα χρόνια περνάνε η ταυτότητα του Σάιμον Φρανκ αρχίζει να ξεθωριάζει. Και κάτω από τις προσεκτικά διατυπωμένες διηγήσεις του και τα καλοσχεδιασμένα σκηνικά αρχίζει να αποκαλύπτεται μια δεύτερη. Θα αποδειχθεί άραγε τόσο διαφορετική ώστε τελικά από θύμα να αλλάξει θέση και να πάρει εκείνη του θύτη;

Και ποιος είναι ο ρόλος του γάλλου σκηνοθέτη που φτάνει στην Αργεντινή για να εξετάσει αυτό το ιδιαίτερο θεατρικό φαινόμενο του θεματικού πάρκου;

Θύματα και θύτες

«Πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο της Ιστορίας όπου, ίσως περισσότερο από άλλες εποχές, συζητούνται οι μορφές του θύματος και του θύτη, σε διαφορετικά επίπεδα.

Και γι’ αυτό ίσως νιώσαμε ενδιαφέρον να φτιάξουμε ένα έργο όπου διακυβεύονται αυτές οι έννοιες», λέει στα «ΝΕΑ» ο αργεντινός σκηνοθέτης Μαριάνο Πενσότι, ο οποίος φέρνει την ιδιαίτερη θεατρική παραγωγή του όπου συνυπάρχουν οι τέχνες του θεάτρου και του κινηματογράφου υπό τον τίτλο «Το θεατρικό έργο – La obra» για δύο βράδια στη σκηνή του χώρου Η της οδού Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο είναι και συμπαραγωγός μαζί με τέσσερις ακόμη ευρωπαϊκούς θεσμούς.

«»La obra» σημαίνει «Το έργο» και έχει διπλή σημασία. Από τη μία πλευρά αντικατοπτρίζει το κύριο θέμα της παράστασης που είναι ένα θεατρικό έργο το οποίο εξελίσσεται σε μια τεράστια σκηνή.

Από την άλλη πλευρά, θεματικά μιλώντας, όλα περιστρέφονται γύρω από την έννοια του κόσμου ως σκηνής, όπου όλοι υποδύονται κάποιον ρόλο. Στη δική μας παράσταση λοιπόν εμφανίζεται κι ένας ακόμη σκηνοθέτης, ο Γάλλος Ουαλίντ Μανσούρ (σ.σ.: λειτουργεί ως το alter ego του Μαριάνο Πενσότι), ο οποίος ταξιδεύει στην Αργεντινή για να ερευνήσει τη δουλειά του Φρανκ.

Αναπτύξαμε δηλαδή μια μορφή «μυθιστορηματικού ντοκιμαντέρ», σαν μια σειρά από ρωσικές κούκλες όπου η μυθοπλασία γεννά μια άλλη μυθοπλασία», εξηγεί ο 50χρονος διεθνώς αναγνωρισμένος, πρωτοποριακός σκηνοθέτης, ο οποίος ως παιδί αριστερών ακτιβιστών, σε ηλικία οκτώ ετών, ζούσε με την οικογένειά του κρυμμένος για να γλιτώσουν από τις διώξεις του στρατιωτικού καθεστώτος.

Το γεγονός ότι πολλοί Ναζί μετά την πτώση του Γ’ Ράιχ διέφυγαν στην Αργεντινή σάς έχει επηρεάσει στη δημιουργία της συγκεκριμένης θεατρικής δουλειάς;

Είναι γεγονός ότι πολλοί πρώην Ναζί ήρθαν στην Αργεντινή μετά τον πόλεμο. Οι περισσότεροι από αυτούς απέκτησαν ψεύτικες ταυτότητες. «Υποδύονταν» έναν χαρακτήρα για το υπόλοιπο της ζωής τους, μέσω του οποίου δεν απέφευγαν μόνο τη Δικαιοσύνη αλλά δημιουργούσαν και μια δική τους αφήγηση.

Από την άλλη πλευρά, στην Αργεντινή έχουμε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στη Λατινική Αμερική, τα μέλη της οποίας κατά κύριο λόγο διέφυγαν από την Ευρώπη πριν ή κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Είναι επίσης αποδεδειγμένο ιστορικά γεγονός ότι ορισμένοι από τους πρώην Ναζί βοήθησαν ενεργά τον στρατό να σκοτώσει χιλιάδες κυρίως αριστερούς ακτιβιστές που αντιδρούσαν στο καθεστώς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Ολα τα ίχνη αυτών των στρωμάτων βίας από το πρόσφατο παρελθόν αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σημερινής κοινωνίας της Αργεντινής, η οποία είναι αρκετά ιδιαίτερη και πολύπλοκη.

Ποια θέση έχει σήμερα το πολιτικό θέατρο σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ψευδείς ειδήσεις και στον οποίο το ενδιαφέρον για την πολιτική μειώνεται ολοένα και περισσότερο;

Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι ψευδείς ειδήσεις και όπου επικρατεί μια διαρκής θεατροποίηση της καθημερινής ζωής, πιστεύω ότι το θέατρο, και όχι μόνο το πολιτικό, δέχεται την πρόκληση να βρίσκει πάντα νέους τρόπους να αντιμετωπίζει την κοινωνία, η οποία σίγουρα είναι πολύ περίπλοκη.

Μέσα από το «La obra» διαφαίνεται ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης ακόμη και των πιο τραγικών κεφαλαίων της Ιστορίας. Είναι υπαρκτός;

Πράγματι υπάρχει πάντα αυτός ο κίνδυνος, και πάλι κυρίως τώρα, σε αυτό το πλαίσιο της αδιαμφισβήτητης παγκόσμιας επέκτασης του καπιταλισμού. Επιπλέον, με την τρέχουσα άνοδο της Δεξιάς, ακόμη και του φασισμού σε πολλές χώρες του κόσμου, υπάρχουν αρκετά κεφάλαια της πρόσφατης Ιστορίας που ξαναγράφονται με πολύ επικίνδυνο τρόπο.