Ο τίτλος του βιβλίου προϊδεάζει τον αναγνώστη: «Μήτσος Παπανικολάου, ποιητικά έργα και αθησαύριστα πεζά – Απαντα τα ευρεθέντα».

Η έκδοση από το «Ογδοο» προέκυψε έπειτα από πολύχρονη έρευνα του φιλολόγου και μελετητή του ποιητή, Μιχάλη Χ. Ρέμπα.

Ο ίδιος υπογράφει τις εκτενείς σημειώσεις και τη φιλολογική ανάλυση του έργου του. Ετσι νέα, άγνωστα, έως τώρα, ποιήματά του, που απουσίαζαν από τις προηγούμενες εκδόσεις, εξαιρετικές μεταφράσεις ξένων ομοτέχνων του, αλλά, και για πρώτη φορά, έντεκα αθησαύριστα πεζά έργα, τα οποία ελάχιστοι έως τώρα γνώριζαν ότι υπάρχουν, συγκροτούν το σώμα του βιβλίου του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ακτινογραφία του ιστορικού συγκείμενου, εν είδει πίνακα, που περιέχει η έκδοση: από το 1900 έως το 1943 – όσο έζησε και δημιούργησε δηλαδή ο ποιητής. Από την Υδρα όπου γεννήθηκε μέχρι την τελευταία στιγμή που είδε το φως στο Δρομοκαΐτειο όπου νοσηλευόταν, μεσολάβησε ακραίος, σκοτεινός, θορυβώδης βίος.

Εβρισκε όμως πάντα χώρο να τρυπώσει η δημιουργία του, η οποία δυστυχώς δεν κατάφερε να αναγνωριστεί εν ζωή. Ελάχιστες ήταν οι προσπάθειες εξερεύνησης και δημοσίευσης του έργου του. Σε αυτές εντάσσεται και η μελοποίηση τεσσάρων ποιημάτων του το 1990, από το δημοφιλές τότε συγκρότημα Domenica: «Καραβάκι», «Χειμώνας», «Ωρες» «Μέσα στη βουή του δρόμου». Το τελευταίο, το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία, το δημοσίευσε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Νέα Εστία» το 1927, μαζί με άλλα επτά ποιήματά του και το πρώτο του διήγημα «Φθινοπωρινή βάρδια». Αλλά ποιος έφηβος γνώριζε τότε, όταν τραγουδούσε το «ονειρο γλυκό και ξένο/ και παντοτινά χαμένο», ότι έφερνε στα χείλη του ένα κομμάτι από τον παλυτάραχο βίο του Μήτσου Παπανικολάου;

Η περιπέτειά του με την ποίηση ξεκινά όταν διαβάζει για πρώτη φορά το τεύχος του περιοδικού που εξέδιδε ο συντοπίτης του Νίκος Παπαδόπουλος, ενώ τα ηνία ανέλαβε αργότερα ο Γρηγόρης Ξενόπουλος. Εκεί δημοσίευσε για πρώτη φορά με το, σχεδόν προφητικό, ψευδώνυμο «Νικητής της Αύριον» τη «Θύελλα». Ομως το πρώτο του ποίημα, όπως αναφέρεται στην έκδοση, το έγραψε σε ηλικία επτά ετών, το 1907, με θέμα τον θάνατο του Αθανάσιου Διάκου.

Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, με την κριτική και το δοκίμιο, έγινε αρχισυντάκτης και διευθυντής στο περιοδικό «Μπουκέτο», αλλά το μεγάλο του πάθος ήταν οι μεταφράσεις. Εδωσε τις δικές του ανάσες μέσα από την ελληνική γλώσσα στα ποιήματα του Μπωντλαίρ, του Μιλόζ, του Πωλ Βαλερύ, του Βερλαίν και Απολλιναίρ και πολλών άλλων.

Εξαρτήσεις

Η ζωή του Μήτσου Παπανικολάου ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στις πνευματικές αναζητήσεις του και την προσωπική εξαθλίωση που προκάλεσαν οι εξαρτήσεις και τα απαγορευμένα, για την εποχή, πάθη του.

Οταν ξέσπασε ο πόλεμος και η Κατοχή και η φτώχεια, προκειμένου να ικανοποιήσει το πάθος του ξεπούλησε τα πολύτιμα βιβλία του, και εγκαταστάθηκε σε ένα φτωχό δωμάτιο στην Κοκκινιά ζωντας στην απόλυτη εξαθλίωση.

Οι φίλοι γνωρίζοντας τις άθλιες συνθήκες που ζούσε και ελπίζοντας ότι θα τον σώσουν φρόντισαν για την εισαγωγή του στο δημόσιο Ψυχιατρείο. Εκεί ο Μήτσος Παπανικολάου πήρε την τελευταία του δόση. Στην ποίηση του Παπανικολάου, του τρυφερού βλαστού όπως τον αποκαλεί ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, που άνθισε μέσα στη νηφαλιότητα της Υδρας, «βασιλεύει το φθινόπωρο, ο χειμώνας, ο Γενάρης, η σκοτεινιά, οι αποχαιρετισμοί, το απόγευμα, οι χωρισμοί, οι χαμένες εφήμερες αγάπες, τα φαντάσματα, οι παραισθήσεις, οι “ίσκιοι”, τα αδεια καφενεία και οι βραδινοί θάνατοι».