Δεν είναι η πρώτη φορά που η νομοτέλεια του ελληνικού χαρακτήρα γίνεται ομπρέλα συγκάλυψης λαθών. Αυτή είναι πάντα η εύκολη λύση: αν οι τραγωδίες οφείλονται σε ένα διαχρονικό «πάμε κι όπου βγει» τότε κανείς επί της ουσίας δεν φταίει, ιδίως εκείνοι που «έχουν βάρδια». Τόσοι άνθρωποι πέθαναν άδικα στα Τέμπη για να εγγραφούν ως μοιραία πληρωμή ενός μπελαλίδικου DNA. Αυτή είναι η Ελλάδα του 2023, ένας άπειρος σταθμάρχης που έδωσε λάθος οδηγία και ένα χειρόγραφο τεφτέρι με δρομολόγια τρένων. Κι όπου βγει.

Το μεγαλύτερο κακό που προξένησαν οι απανωτές κρίσεις της τελευταίας δεκαπενταετίας είναι πως εκπαίδευσαν μια γενιά πολιτών στις χαμηλές απαιτήσεις, δημιούργησαν ανθρώπους που δεν αντέχουν να ασχολούνται. Όλοι έμαθαν να κινούνται παράλληλα ή συμβιωτικά με έναν κρατικό μηχανισμό που στην πραγματικότητα δεν μπορεί καν να εγγυηθεί την στοιχειώδη ασφάλειά τους. Εμπέδωσαν την άποψη πως το βόλεμα και το ρουσφέτι δεν είναι συνήθειες που ξέμειναν από την δεκαετία του ’80, αλλά τρόπος επιβίωσης.

Δεν έχει σημασία

Συμβιβάστηκαν με ένα δημόσιο που βασίζει την ύπαρξή του στο ψηφιακό bypass, την ώρα που σε ένα μέρος της σιδηροδρομικής διαδρομής Αθήνα-Θεσσαλονίκη δεν λειτουργεί κανένα σύστημα τηλεδιοίκησης από το 2018. Σταμάτησαν να εμπιστεύονται τους αντιπροσώπους τους, δεν κάνουν ερωτήσεις πριν πάνε να ψηφίσουν. Όχι γιατί δεν έχουν απορίες, αλλά γιατί δεν θεωρούν πως έχει σημασία.

Ήταν η σειρά αυτής της γενιάς, που δεν έζησε ενηλικίωση σε κανονικότητα, να πάρει το τρένο. Και στα συντρίμμια του, το βράδυ της Τρίτης, μπορεί να πίστεψε πως, όντως, αυτή η χώρα είναι «όπου βγει», πως κανείς γλιτώνει ακόμα και την ζωή του μόνο από τύχη -από ένα φοιτητικό πάσο που δεν έγινε δεκτό, από μια πόρτα που άνοιξε εγκαίρως ή από ένα παράθυρο που κάποιος κατάφερε να έσπασε. Αν η εγκατάλειψη είναι χαρακτηριστικό γονιδιώματος και όχι συστημικών ευθυνών, η απόσταση από την μαύρη σακούλα είναι στ’ αλήθεια μικρή. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομακτικό από την σκέψη πως οι στάχτες δεν αναγνωρίζονται. Μένει μισό ακόμα και το πένθος.

Όσο απίθανο κι αν μοιάζει για μια χώρα που ακόμα ψάχνει την λίστα με τον ακριβή αριθμό των επιβατών σε ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα, κανένα κράτος δεν είναι φτιαγμένο από DNA. Που πάει να πει πως, έτσι ή αλλιώς, διορθώνεται. Οι νεκροί δεν επιστρέφουν. Η πολιτική βαβούρα των επόμενων ημερών δεν έχει αποδέκτες εκείνους και τις οικογένειες που τους θρηνούν, αλλά όσους φαντάζονται τον εαυτό τους στην θέση τους. Αυτούς πρέπει να πείσουν. Είναι ίσως η τελευταία φορά που, με φόντο τα αποκαΐδια, έχουν την αμέριστη προσοχή τους -και είναι στο χέρι τους να την κρατήσουν.